Καθώς ο Χίτλερ βαδίζει ολοταχώς για το Παρίσι, ο στρατηγός Ντε Γκωλ ερχόμενος σε σύγκρουση με τον στρατάρχη Πετέν αναχωρεί για το Λονδίνο, ελπίζοντας να εμφυσήσει από εκεί στους συμπατριώτες του το πάθος γι’ αντίσταση. Την ίδια ώρα, πίσω στην πατρίδα, η οικογένειά του προσπαθεί να ξεφύγει από τις φλόγες του πολέμου.
Ό,τι ήταν η υπέροχη «Πιο Σκοτεινή Ώρα» (2017) για την εμπλοκή (γενικά) της Μεγάλης Βρετανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και (ειδικότερα) για τη συμβολή του Γουίνστον Τσόρτσιλ στην ανύψωση ηθικού των συμπατριωτών του, αλλά και την καλλιέργεια του πνεύματος της μη παράδοσης στο ναζισμό, είναι αντίστοιχα για τη Γαλλία και τον Ντε Γκωλ τούτη η ιστορική βιογραφία. Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται είναι σχεδόν πανομοιότυπο με το φιλμ του Τζο Ράιτ, αφού διαδραματίζεται αυστηρά εντός του κρίσιμου διμήνου Μαΐου – Ιουνίου του 1940, με πολλά από τα πολιτικά γεγονότα τα οποία εξετάζονται να έχουν απασχολήσει και το αγγλικό… δίδυμο αδελφάκι του (απλώς, εδώ μελετώνται υπό την οπτική των Γάλλων και όχι των Βρετανών). Εκεί, όμως, που «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα» πρότασσε το μεγάλο σινεμά ως δέλεαρ στην παρουσίαση πασίγνωστων ιστορικών γεγονότων, ο «Ντε Γκωλ» αρκείται στην απλή καταγραφή τους, δίχως να διαθέτει την κινηματογραφική δύναμη που θα μπορούσε ν’ ανυψώσει το φιλμ έστω και λίγο, πάνω από τα επίπεδα της… χρυσής μετριότητας.
Η επιλογή του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Γκαμπριέλ Λε Μπομέν να επικεντρώσει αποκλειστικά στο καλοκαίρι του ’40, εκτός του ότι δε συμβαδίζει με τον μεγαλεπήβολο (υπό αυτό το πρίσμα) τίτλο της ταινίας του, αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο τη σκηνοθετική και συγγραφική του ένδεια. Η προσπάθειά του να παρουσιάσει το σύμβολο της Γαλλικής Αντίστασης στρατηγό Ντε Γκωλ, μπροστά στο σταυροδρόμι της αποδοχής μιας επώδυνης ήττας ή της πάλης μέχρι τελικής πτώσεως, σκοντάφτει στην παράλληλη διπλή σεναριακή γραμμή που ακολουθεί. Επιχειρεί ο Λε Μπομέν να παρουσιάσει όχι μόνο τον πολιτικό / στρατιωτικό Ντε Γκωλ, αλλά και τον πατέρα και σύζυγο, μοιράζοντας ισομερώς το χρόνο της ταινίας του ανάμεσα στις θυελλώδεις διαβουλεύσεις του με τον Τσόρτσιλ και τις χαώδεις διαφωνίες του με τον στρατάρχη Πετέν, σε συνδυασμό με την αγωνιώδη προσπάθεια της οικογένειάς του να φύγει από την (επί της ουσίας) κατεχόμενη Γαλλία. Η άγνοια του ευρισκόμενου στην ασφάλεια του Λονδίνου Ντε Γκωλ, σχετικά με την τύχη συζύγου και παιδιών, δίνει μια ελαφρά θριλερική αύρα στο στόρι, το κακό όμως είναι πως οι δύο υποπλοκές (πολιτική και οικογενειακή) μοιάζουν σαν ν’ αποτελούν κομμάτια δύο διαφορετικών σεναρίων τα οποία ενώθηκαν βιαίως σε ένα.
Όσο κι αν το δράμα της πάσχουσας από σύνδρομο Down μικρή του κόρης προσδίδει μια τρυφερότητα στην αυστηρή κατά τα άλλα φιγούρα του Ντε Γκωλ (αναδεικνύοντας ταυτόχρονα μια προσωπική τραγωδία που μάλλον δεν είναι γνωστή στους πολλούς), αυτό που θα έπρεπε ν’ αφορά περισσότερο στο φιλμ είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του στρατηγού να σώσει ό,τι μπορεί από την τιμή της πατρίδας του, σχεδιάζοντας παράλληλα το αντιστασιακό της μέλλον. Σε αυτόν τον καθοριστικό για την πλοκή τομέα, ο «Ντε Γκωλ» παίρνει χαρακτηριστικά χαμηλό βαθμό, μιας και η πολιτική ίντριγκα περισσότερο μοιάζει με κόντρες σε μαθητικό δεκαπενταμελές, παρά για τις πλέον κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης γαλλικής Ιστορίας. Η ανοιχτή αντιπάθεια ανάμεσα σε Ντε Γκωλ και Πετέν στερείται οποιασδήποτε δυναμικής (ούτε σύγκριση με την αντίστοιχη Τσόρτσιλ – Τσάμπερλεν), ενώ η καρικατουρίστικη σκιαγράφηση του Πρωθυπουργού Ρεϊνώ από τον Ολιβιέ Γκουρμέ, τον οποίο η σεναριακή προσέγγιση θέλει να άγεται και να φέρεται από τη σύντροφό του, μοιάζει εντελώς εκτός του επιδιωκόμενου στιβαρού κλίματος. Από την άλλη, η προσπάθεια αναγωγής της διά των όπλων επιβολής της χιτλερικής Γερμανίας στη σημερινή ευρωπαϊκή εποχή είναι αρκούντως σαρκαστική για το σύγχρονο θεατή, καθώς η ατάκα που ο Ντε Γκωλ ξεστομίζει μπορεί πανεύκολα να εξεταστεί και υπό τη συνθήκη του σημερινού οικονομικού στραγγαλισμού. Όταν, βέβαια, η ταινία υστερεί φανερά στα άκρως βασικά της σημεία, τούτο μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό.
Αν όλα αυτά τα παραστρατήματα, υπό τον μανδύα της καταγραφής αναντίρρητων ιστορικών γεγονότων, οδηγούσαν σε μία κλιμάκωση που θα είχε το πάθος και το σθένος του «Λόγου του Βασιλιά» (2010), τότε ίσως, έστω την ύστατη ώρα, ο «Ντε Γκωλ» να πετύχαινε το στόχο του. Όχι, όμως. Το ραδιοφωνικό διάγγελμα που μέσω του BBC απηύθυνε στους συμπατριώτες του στις 18 Ιουνίου 1940, δεν προσφέρει ρίγη συγκίνησης, καταδεικνύοντας την αποφασιστικότητα του ανδρός που εκείνη την ώρα παίρνει στις πλάτες του ένα ολόκληρο έθνος, μα αδιαφορία και τυπικότητα, κάτι που μοιάζει με μια ακόμα μέρα στη δουλειά! Εάν η συντριπτική πλειονότητα των Γάλλων πείστηκε να οργανωθεί στην Αντίσταση από ένα τόσο ψυχρό διάγγελμα (όπως αυτό που εκφωνείται φιλμικά), τότε ειλικρινά τους αξίζουν θερμά συγχαρητήρια!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Τυπικό βιογραφικό και ιστορικό δράμα, που το ενδιαφέρον του εν πολλοίς εξαντλείται στην υπενθύμιση των κρίσιμων για την Ευρώπη πολιτικών διεργασιών του καλοκαιριού του 1940. Θα μάθεις (ενδεχομένως) ένα-δυο πράγματα που αγνοούσες για το στρατηγό Ντε Γκωλ, θα συνταχθείς στο πλευρό του στην απόλυτη άρνησή του να υπογράψει την παράδοση της χώρας του, όμως, τα ίδια ακριβώς πολιτικά γεγονότα τα έχεις ήδη δει (και σε κορυφαίο επίπεδο) στην «Πιο Σκοτεινή Ώρα». Εάν παρ’ ελπίδα σου έχει ξεφύγει η ταινία του Τζο Ράιτ, τότε δίχως δεύτερη σκέψη ξέρεις τι θα προτιμήσεις να κάνεις. Εκτός, πια, κι αν σ’ ενδιαφέρει τόσο πολύ να μάθεις τον τρόπο με τον οποίο η οικογένεια του Γάλλου στρατηγού κατέφθασε στο Λονδίνο…
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr