Μενού

FREE GUY - Ηλίας Φραγκούλης

Κομπαρσιλίκι – ταμίας τραπέζης σε video game ανακαλύπτει τη γυναίκα των ονείρων του και, αποφασίζοντας να την παρακολουθήσει, ανατρέπει κάθε πρόβλεψη ακολουθίας στο επαναλαμβανόμενο σύμπαν του προγραμματιστή / δημιουργού του. Το pattern του παιχνιδιού θ’ αρχίσει να διαταράσσεται, προκαλώντας την προσοχή παικτών και social στον πραγματικό κόσμο.

Από το «Tron» (1982) μέχρι το «Ready Player One» (2018), το σινεμά επιχείρησε ουκ ολίγες φορές να παντρέψει το φανταστικό, «εσωτερικό» (#diplhs) σύμπαν ενός παιχνιδιού με την κινηματογραφική Τέχνη, παίρνοντας το ρίσκο του να κάνει έναν παραδοσιακό gamer να… βαρεθεί, καθώς το interaction (πόσω μάλλον και το χειριστήριο…) από την δική μας πλευρά της οθόνης (θα) ήταν ανύπαρκτο. Θέλει πολλά κότσια για να καταφέρει ένας σκηνοθέτης να κερδίσει αυτό το στοίχημα και, αν θυμάμαι καλά, εκτός από την προαναφερθείσα ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το sequel «TRON: Legacy» (2010) και το «Ο Σκοτ Πίλγκριμ Εναντίον των 7 Πρώην» (2010), οι περισσότεροι εκ των υπολοίπων έμειναν με το… joystick στο χέρι.

1225 3

Ο Σον Λίβι, τυπικός χολιγουντιανός «παραγγελιάς», με τη φήμη του franchise «Μια Νύχτα στο Μουσείο» να στέκει ως η κορωνίδα της σκηνοθετικής του καριέρας, πατάει το enter και μπουκάρει στον κόσμο του «Free Guy» λες και πρόκειται για κάτι το ρεαλιστικό, προσθέτοντας σταδιακά μικρές πινελιές σουρεαλιστικών καταστάσεων στο background της δράσης, δανείζεται κάποια από τα χαρακτηριστικά της αφήγησης της «Μέρας της Μαρμότας» (1993), για να τονίσει το μονότονο της εμπειρίας των games στο κοινό του «format» της κινηματογραφικής οθόνης, μέχρι ν’ αρχίσει να διαφαίνεται η «επαναστατική» αντίδραση του ήρωά μας, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι ένας απλός NPC, ένας «αναλώσιμος» χαρακτήρας παιχνιδιού, που στο σινεμά θα περνούσε και θα χανόταν μετά από λιγοστά πλάνα ασημαντότητας, σαν κομπάρσος. Ο Γκάι (ο «τύπος», δηλαδή, μια ανθρώπινη φιγούρα χωρίς καν όνομα) θα επιδιώξει ν’ αλλάξει την προγραμματισμένη του μοίρα μέσα στο περιβάλλον του «Free City», από τη στιγμή που θα πιστέψει πως βρήκε τον έρωτα της ζωής του. Κάθε επόμενο πρωινό, η «λούπα» των δραστηριοτήτων του θ’ αρχίσει να παρουσιάζει μικρές παραλλαγές που θα προβληματίσουν τα κοντινά του NPC, έως και μια ομάδα από κομπιουτεράδες geeks οι οποίοι εργάζονται σε εταιρεία – κολοσσό των games και δεν καταλαβαίνουν τι είδους «glitch» μπορεί να προκάλεσε την εντελώς πρωτότυπη «αυτοδυναμία» του Γκάι στον φανταστικό του κόσμο (που, όμως, είναι ορατή ακόμη και από τους αληθινούς players του παιχνιδιού, εκεί έξω!).

1225 5

Για σχεδόν μία ολόκληρη ώρα, η ταινία του Λίβι είναι ένα αδιάκοπο joyride παλαβομάρας και οπτικών ευρημάτων που σε παρασύρουν σ’ ένα φανταστικό στόρι που λες και χρησιμοποιεί το «The Truman Show» (1998) σαν σημείο αναφοράς. Φυσικά, εδώ δεν θίγεται ο κοινωνικός ρόλος της τηλεόρασης σε συνάρτηση με τον ανθρώπινο βίο, το «Free Guy» δεν έχει βλέψεις υπερ-ανάλυσης σε πολλαπλά layers, αναζητά σχεδόν αποκλειστικά την ψυχαγωγία και τα μηνύματά του είναι απλοϊκά και αφελή (στην ουσία, το «μυστικό» του φιλμ ταυτίζεται μονάχα με μια ρομαντική υποπλοκή για τον έρωτα που μπορεί να βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αλλά η ζωή και οι υποχρεώσεις μας αποσπούν την προσοχή από το να τον αφήσουμε να εκφραστεί και ν’ «αναπνεύσουμε» μαζί του). Παρ’ όλα αυτά, το φιλμ υπερφορτώνεται. Και, μοιραία, στο δεύτερο μέρος του… σχεδόν σου «καίει» τον δίσκο! Καθώς η πλοκή μπαίνει σε τεχνικά μονοπάτια που δεν αφορούν… κανονικούς θεατές αλλά ανθρώπους οι οποίοι σχετίζονται με το computer programming, το οπτικό (και ψηφιακά εφετζίδικο) distraction περνά σε δεύτερη μοίρα και το σενάριο δεν διαθέτει «μαγικούς» άσους στο μανίκι για να σου παρουσιάσει πρωτότυπες εκπλήξεις.

Έτσι, ο ρυθμός αρχίζει να χωλαίνει, οι χαριτωμένες αναφορές στην pop κουλτούρα (όπως εκείνη για το «Star Wars») προκαλούν την περιστασιακή ευθυμία και τίποτε παραπάνω, με το σχεδόν πλήρες δίωρο της διάρκειας του «Free Guy» να μοιάζει με παιχνίδι που (στην πραγματικότητα) θα βαριόσουν να ολοκληρώσεις, αν βρισκόσουν στο σπίτι σου. Και είναι κρίμα, γιατί τα συστατικά για κάτι καλύτερο ήταν μπροστά σου για κάμποση ώρα. Όσο κι αν θα μπορούσες να κατηγορήσεις την ταινία για potpourri μίμησης κινηματογραφικών παραγωγών του παρελθόντος που… βάρυναν στο στουντιακό mixer.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Υπερφιλόδοξο, αλλά άνισο και μπουκωμένο eye candy που υποστηρίζει χιουμοριστικά με την παρουσία του ο Ράιαν Ρέινολντς, χωρίς την κρίση υπαρξισμού ενός «Truman Show», τίτλου που μοιραία θα έρθει στο νου ενός πιο ενήλικου κοινού. Οι gamers θα το διασκεδάσουν περισσότερο, προφανώς. Και σαφώς λειτουργεί καλύτερα σαν νεανική κωμωδία φαντασίας. Όλοι, όμως, κάποτε θα αισθανθούν μια κόπωση…

Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module