Ο Μπίλυ θα μπορούσε άνετα να ζει σήμερα ανάμεσά μας. Τι κι αν η ταινία διαδραματίζεται στα ’60s, ο ήρωάς της μοιράζεται πολλά κοινά με τη νεαρή γενιά του ίντερνετ· ασφυκτιά στο οικογενειακό σπίτι, διότι δε βγάζει αρκετά χρήματα για να φύγει, η φαντασία του οργιάζει ακούραστα όλη μέρα, ενώ οι υποσχέσεις ενός ρομάντζου είναι ικανές να του προσφέρουν ενέργεια για μία ολόκληρη εβδομάδα.
Ταυτόχρονα, όμως, το φιλμ του τεχνίτη Τζον Σλέσινγκερ αποδεικνύεται πολλαπλά διορατικό. Στο πρόσωπο του Μπίλυ, τον οποίο ενσαρκώνει ένας εξαίσιος Τομ Κόρτνεϊ, αντανακλάται το πνιγηρό άλγος των νέων της μεταπολεμικής Αγγλίας. Συγκεκριμένα, εκείνων της εργατικής τάξης, οι οποίοι λίγα χρόνια μετά αποτίνασσαν με κρότο μέρος της απαξίωσης που συνάντησαν στις πατριαρχικές οικογένειές τους και τις συντηρητικές εκπαιδευτικές δομές, μέσω του απελευθερωμένου σεξ και της ριζοσπαστικής τέχνης. Είτε αυτή ήταν ο κινηματογράφος –το εν λόγω φιλμ αποτελεί υπέροχο δείγμα του φρι σίνεμα– είτε αργότερα της μουσικής (mods, rockers, punks). Αυτή η μικρή επανάσταση, όμως, προϋποθέτει το θάρρος της διεκδίκησης της προσωπικής χειραφέτησης. Κάτι που συνειδητοποιεί ο μελαγχολικός Μπίλυ στον πικρό επίλογο.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr