Στην εποχή της ευρείας διάδοσης των social media, οι κάθε λογής influencers αναγνωρίζονται ως ένα νέο είδος διασημότητας. Σε αντίθεση, όμως, με έναν καλλιτέχνη, για παράδειγμα, εκείνοι δεν παράγουν υλικό έργο, αλλά προτάσσουν έναν αξιοζήλευτο τρόπο ζωής ως το προϊόν που «αγοράζουν» οι ακόλουθοί τους. Συνήθως τα εν λόγω προφίλ βρίθουν από στιγμιότυπα μιας εύπορης και καλογυαλισμένης ρουτίνας, σε βαθμό που αγγίζουν επίπεδα τοξικής τελειότητας. Μέσα σε αυτό το φαινομενικά αψεγάδιαστο προσωπείο των influencers καταδύεται ο «Ιδρώτας», στήνοντας τη δράση γύρω από τη ζωή μιας γοητευτικής γυμνάστριας με αναρίθμητο κοινό. Η αρυτίδωτη εικόνα της ραγίζει όταν καταρρέει συναισθηματικά σε ένα βίντεο όπου εξομολογείται δακρύζοντας πόσο μόνη νιώθει – στ’ αλήθεια.
Όσο ο σκηνοθέτης Μάγκνους Φον Χορν στέκεται πάνω από την ηρωίδα του, ξεφλουδίζοντας υπομονετικά τις ανασφάλειες και τις συναισθηματικές αγκυλώσεις της, η ταινία επιδεικνύει τις αρετές της. Όπως στο πώς η κάμερα κινείται διαρκώς γύρω από τη χαρισματική πρωταγωνίστρια Μαγκνταλένα Κόλεσνικ, στηριζόμενη σε ασφυκτικά γκρο πλαν, με τρόπο που προσιδιάζει σε αέναο σκρολάρισμα. Τα προβλήματα εμφανίζονται στη δεύτερη πράξη, όταν δηλαδή η αφήγηση περνά από το απεγνωσμένο κυνήγι της διασημότητας σε εκείνο της οικειότητας. Ο Φον Χορν περικλείει σε αμφισημία τις προθέσεις του, αφήνοντας να εννοηθεί πως σε έναν κόσμο κυνικό, όπως ο σημερινός, η τρυφερότητα είναι πολυτέλεια. Κάτι που ενισχύεται από το βίαιο φέρσιμο προς την ηρωίδα ενός εφήμερου ερωτικού συντρόφου, αλλά και την τραυματική εμπειρία που βιώνει εξαιτίας ενός άντρα που την παρακολουθεί. Μια απότομη αλλαγή ύφους που κάνει το φιλμ άνισο, χωρίς κιόλας να αποσαφηνίζει ουσιαστικά την κατάσταση.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr