Με την πρώτη του κιόλας ταινία, «Τα 400 χτυπήματα», ο Τριφό κατόρθωσε να επιδείξει όλες τις ικανότητες του. Ταινία που κέρδιζε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1959, ανοίγοντας επίσημα το δρόμο στη νουβέλ βαγκ, μια ταινία που είναι στο περισσότερο μέρος της αυτοβιογραφικό φιλμ, με τον Τριφό α παρουσιάζει με τρόπο ποιητικό την απάτη που υπάρχει στη θεωρία ότι τα παιδικά χρόνια είναι τα καλύτερα της ζωής μας. Και λέω αυτοβιογραφικό, γιατί, όταν ο Τριφό ήταν ακόμα δεκατεσσάρων χρόνων κλείστηκε για ασήμαντο λόγο σε σωφρονιστήριο και μονάχα χάρις στις προσπάθειες του κριτικού, και θεωρητικού των Cahiers. Αντρέ Μπαζέν αφέθηκε ελεύθερος.
Στα Χτυπήματα έχουμε μια αναπαράσταση –μπορούμε να πούμε– αυτής της εμπειρίας του σκηνοθέτη. Ήρωάς του είναι ο δωδεκάχρονος Αντουάν Ντουανέλ που μια μέρα βλέπει τη μητέρα του αγκαλιασμένη μ’ έναν άγνωστο. Η σκηνή αυτή δημιουργεί παράξενες αντιδράσεις στον Αντουάν που τον κάνουν να δηλώσει στο σχολείο, πως η μητέρα του πέθανε. Όλοι βέβαια τον πιστεύουν, ώσπου εμφανίζεται η μητέρα του, και ο πατέρας του τού δίνει ένα γερό ξύλο μπροστά σ’ όλη την τάξη. Ο Αντουάν φεύγει από το σπίτι του και μαζί με ένα φίλο του σχεδιάζουν να πάνε στη θάλασσα. Για να έχουν μερικά χρήματα κλέβουν μια γραφομηχανή από το γραφείο του πατέρα του Αντουάν, ο πατέρας του όμως τον τσακώνει και τον παίρνει στην αστυνομία. Τον στέλνουν σε Αναμορφωτική Σχολή, απ’ όπου ο Αντουάν δραπετεύει και, τελικά, τρέχοντας μέσα από χωράφια, φτάνει κοντά στην παραλία, σε μια από τις πιο όμορφες και καταπληκτικές σκηνές που έχει να παρουσιάσει ο κινηματογράφος.
Τα Τετρακόσια χτυπήματα είναι μια ταινία γεμάτη προτερήματα και εξαιρετική δύναμη –πότε κωμική, ποτέ πικρόχολη, σχεδόν τραγική. Πάντα γεμάτη ποίηση, τέτοια που να βάζει τον σκηνοθέτη της στην πρώτη σειρά των Γάλλων σκηνοθετών. Η ταινία γίνεται στα χέρια του Τριφό –τους διαλόγους τους έγραψε ο ίδιος μαζί με τον Μαρσέλ Μουσί– ένα κατηγορώ ενά-ντια στην απανθρωπιά που συναντά κανείς στη μεσαία τάξη και τις τιποτένιες προκαταλήψεις της για ορισμένες πλευρές της ζωής. Μερικοί λένε πως ο Τριφό επηρεάστηκε από τον Βιγκό και τον Κοκτό. Ο ίδιος ο Τριφό παραδέχεται επιδράσεις από τον Μπαλζάκ και τον Ρενουάρ ιδιαίτερα από τη Μασσαλιώτιδα. Όπως και να έχει το πράγμα, ένα είναι βέβαιο: παρ’ όλες τις επιδράσεις, ο Τριφό δημιούργησε ένα προσωπικό ύφος στον κινηματογράφο, ένα ύφος σημαντικό, που θα επηρεάσει με τη σειρά του άλλους κινηματογραφιστές.
«Η ειλικρίνεια μιας ταινίας», απάντησε ο Τριφό σε ερώτηση γαλλικού κινηματογραφικού περιοδικού, «είναι πολύ πιο σημαντική από την τεχνική της αρτιότητα, που τείνει ν’ αφήνει μόνο μια εντύπωση ψυχρότητας. Θέλουμε να ελευθερώσουμε τον κινηματογράφο από όλα τα καλλιτεχνικά, τεχνικά και οικονομικά του σφάλματα και συμβιβασμούς. Μερικοί μιλούν για Οικονομικό Κεφάλαιο που θα ήταν μια βοήθεια ποιότητας στην κινηματογραφία. Δε θα ήταν καλύτερα να έχουμε ένα Κεφάλαιο που θα ήταν βοήθεια φιλοδοξίας; Γιατί εκείνο που έχει αξία είναι να καλυτερεύσει κανείς τον εαυτό του, και μια ταινία δε θα πρέπει να κρίνεται για την τεχνική της τελειότητα, αλλά για την ειλικρίνειά της, για τη φωνή της καρδιάς της». (Το κείμενο είναι από το κεφάλαιο «Ο νέος γαλλικός κινηματογράφος» του βιβλίου μου, «Μαγικά ταξίδια», που κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Ιωλκός).
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr