Η «Καζαμπλάνκα» είναι σίγουρα, μαζί με το «Όσα παίρνει ο άνεμος» κάτι το εντελώς ξεχωριστό στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν είναι απλώς η ταινία που οι θεατές σ’ όλο τον κόσμο αγάπησαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, αλλά, ταυτόχρονα είναι και δείγμα μιας από τις πιο πετυχημένες παραγωγές του Χόλιγουντ. Μια παραγωγή όπου όλα λειτούργησαν στην εντέλεια για να προσφέρουν ένα έργο που συνδυάζει το ρομαντικό μελόδραμα με τους ηρωισμούς και την Αντίσταση (έστω κι αν αυτά δίνονται σε στιλ φυλλάδας) ενάντια στο φασισμό.
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στην Καζαμπλάνκα, στο νυχτερινό κέντρο του Ρίκι (το σενάριο ήταν βασισμένο στο θεατρικό έργο «Όλοι πάνε στου Ρίκι» των Μάρεϊ Μπερνέτ και Τζόαν Αλισον), ενός κυνικού, εκπατρισμένου Αμερικανού (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), στην περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, όταν η γαλλική διοίκηση συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Εκεί θα καταφτάσει, μαζί με τον αντιστασιακό άντρα της Βίκτορ Λάσλο (Πολ Χένρραϊντ), η Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), η πρώην αγαπημένη του Ρίκι που τον είχε εγκαταλείψει πριν από χρόνια, για να ζητήσει απ’ αυτόν να της παραδώσει τις ανεκτίμητες επιστολές τράνζιτ που έχει στην κατοχή του για να μπορέσει να φυγαδεύσει στο εξωτερικό τον άντρα της που καταζητείται από τους Ναζί.
Παρά το τελικό, θαυμάσιο αποτέλεσμα, η ταινία, στη διάρκεια της παραγωγής της, αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα, ιδιαίτερα στον τομέα του σεναρίου που γραφόταν και ξαναγραφόταν καθημερινά, με αποτέλεσμα κανένας από τους ηθοποιούς να μη γνωρίζει πώς αυτή θα κατέληγε – γράφτηκαν μάλιστα δυο φινάλε, αν και το δεύτερο, όπου η Μπέργκμαν εγκατέλειπε το σύζυγο για να μείνει κοντά στον Μπόγκαρτ, δεν γυρίστηκε ποτέ. Ακόμη, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αρχικά υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι: για το ρόλο του Ρίκι, οι Ρόναλντ Ρίγκαν και Τζορτζ Ραφτ, και για το ρόλο της Ιλσα, οι Αν Σέρινταν και Χέντι Λαμάρ, πριν τελικά ο σκηνοθέτης Μάικλ Κέρτιζ καταλήξει στον Μπόγκαρτ και την Μπέργκμαν, ηθοποιούς που τελικά δημιούργησαν τη χημεία εκείνη που έδωσε στην ταινία τη ξεχωριστή της δύναμη.
Οι ρόλοι, εκκεντρικοί αλλά πάντα συμπαθητικοί, είναι σίγουρα ένα από τα μεγάλα ατού της ταινίας: ο αγωνιστής Βίκτορ Λάσλο (Πολ Χένραϊντ), ο βολικός διευθυντής της γαλλικής αστυνομίας Λουί Ρενό (Κλοντ Ρέινς), ο χοντρός Σενιόρ Φεράρι (Σίντνεϊ Γκρίνστριτ), ο πανούργος Ουγκάρτε (Πίτερ Λόρε) ακόμη και ο γερμανός διοικητής Χάινριχ Στράσε (Κόνραντ Φάιτ). Ο Κέρτιζ κίνησε με δεξιοτεχνία όλα τα πρόσωπα, καταφέρνοντας να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και το σωστό ρυθμό, διανθίζοντάς τις σκηνές του με χιούμορ. Αξέχαστες είναι πολλές σκηνές: εκείνη όπου οι πελάτες του κέντρου τραγουδούν μπροστά στους ναζί τη Μασσαλιώτιδα, ο Μπόγκαρτ που ζητά από το μαύρο πιανίστα Ντούλι Γουίλσον να παίξει το As Time Goes By, η νυχτερινή συνάντηση των δυο εραστών, η σκηνή του αεροδρομίου στο φινάλε, με τον Μπόγκι να παραμένει με τον Κλοντ Ρέινς λέγοντάς του την περίφημη φράση «αυτή είναι η αρχή μιας μεγάλης φιλίας».
Η πρεμιέρα της ταινίας ήταν επίκαιρη μια και τρεις βδομάδες πιο πριν οι σύμμαχοι είχαν μπει στη Καζαμπλάνκα, ενώ η Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα, δυο μήνες αργότερα, σίγουρα συνέβαλε στη διαφήμιση και δημοτικότητα της ταινίας. Με το ρόλο του αυτό ο Μπόγκαρτ έδειξε μια άλλη πλευρά του ταλέντου του που οι παραγωγοί θα εκμεταλλευτούν στα επόμενα χρόνια, ενώ η ταινία, με το πέρασμα του χρόνου, θα μετατραπεί σε ταινία-καλτ. Η «Καζαμπλάνκα» προτάθηκε για 8 συνολικά Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά τα τρία (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου).
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr