Ένας άνδρας. Μια γυναίκα. Ένα χρόνο πριν, είχαν συναντηθεί ξανά σ’ αυτό το ξενοδοχείο στο Μαριενμπάντ. Είχαν σχέση; Είχαν, όντως, υπάρξει μαζί; Είχαν συμβεί τα όσα πιστεύει εκείνος; Μήπως εκείνη μπλοφάρει; Ή ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη μπλόφα απ’ όλες;
Σε τούτο τον κόσμο, υπάρχουν ακόμη εκείνοι που παλεύουν (και θα συνεχίσουν… ισοβίως) για να λύσουν τα μυστικά του κιουμπρικού «2001» (1968), και υπάρχουν κι εκείνοι που… έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά και, απλά, λατρεύουν το «Πέρυσι στο Μαριενμπάντ» (και θα συνεχίσουν, ως την αιωνιότητα). Το να αναλύσεις ή έστω και να προσπαθήσεις να γράψεις οτιδήποτε για τούτο το φιλμ του Αλέν Ρενέ, μοιάζει με μια πρόκληση επεξήγησης της σημασίας του χρόνου σε συνάρτηση με την κοσμική μας ύπαρξη. Δεν γίνεται. Είναι άβολο. Και μπορεί και να σε εκθέσει.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, το «Μαριενμπάντ» είναι ένας φιλμικός τόπος τον οποίο ο κάθε θεατής μπορεί να (δοκιμάσει να) προσεγγίσει μονάχα εσωτερικά και προσωπικά, σαν «αποκρυπτογράφηση» ενός νοήματος που δεν κρύβεται μέσα στην ίδια την ταινία, αλλά στο είναι του. Έξω από κάθε προβλέψιμη κινηματογραφική εμπειρία, τόσο για τις αρχές του ’60, όσο και για το σήμερα, το έργο του Ρενέ διατηρεί ακέραιη τη δύναμή του γιατί ταυτίζεται ιδανικά με το μεγάλο αίνιγμα του πριν, του τώρα και του μετά, ακόμη και μ’ εμάς ως πρωταγωνιστές. Έξω από τη συνήθεια της αντιμετώπισης του ανθρώπινου βίου υπό ένα πλαίσιο καθημερινής και «γραμμικής» αφήγησης, ποιος μπορεί να μας επιβεβαιώσει με απόλυτη σιγουριά πως το σύμπαν υπάρχει και κινείται με τον τρόπο με τον οποίο θεωρούμε πως γνωρίζουμε; Φυσικά και χωρά αμφισβήτηση. Στα πάντα! Πόσω μάλλον… στο «Μαριενμπάντ».
Συνοδοιπόροι σ’ αυτό το φιλμικό όραμα, ο Ρενέ και ο σεναριογράφος Αλέν Ρομπ-Γκριγέ (που θαύμασε τον πρώτο για τους νεωτερισμούς της αφηγηματικής φόρμας στο «Χιροσίμα Αγάπη μου» του 1959) φέρουν κοινό μερίδιο ευθύνης για τη δημιουργία τούτης της άχρονης «φυλακής» του νου, με τον δεύτερο να συνθέτει (πιο) ουσιαστικά το χτίσιμο της κάθε παραμικρής λεπτομέρειας (φημολογείται πως το σενάριο του Γκριγέ ήταν τόσο ακριβές σε συνοδευτικές υποδείξεις, που σχεδόν «ευνούχισε» τα σκηνοθετικά καθήκοντα του Ρενέ!). Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να φέρει τη υπογραφή του σπουδαίου Γάλλου auteur, καθώς εκείνος είχε τον τελικό λόγο σε αισθητικές επιλογές, στα παράδοξα παρορμητικά τεχνάσματα του μοντάζ, έως και στο casting, όμως ο Γκριγέ ήταν ο «κλειδοκράτορας» του «Μαριενμπάντ», ο ενορχηστρωτής της μεγάλης ασάφειας και του αποπροσανατολισμού από τα στερεότυπα του ανθρώπινου συναισθηματισμού.
Προτιμώ ν’ αφήσω την ίδια την ταινία να κυλήσει στα εγκεφαλικά κύτταρα του κάθε θεατή που θα αποτολμήσει τη «διαμονή» του στον άγνωστο χωροχρόνο των δωματίων του «Μαριενμπάντ», ενός φιλμ που δόξασε η pop κουλτούρα (με αποθέωση την εκπληκτική αντιγραφή της ταινίας στο music promo του τραγουδιού «To the End» των Blur), ύμνησαν άπειροι δημιουργοί του σινεμά (με πρώτο και μεγαλύτερο θαυμαστή του τον Πίτερ Γκρίναγουεϊ, ο οποίος αντιμετωπίζει μέρος της φιλμογραφίας του σαν ένα είδος «remake» και ουχί απλά homage στο καλλιτεχνικό σύμπαν τούτου) και κόπιαρε ηδονικά ο χώρος της μόδας, ζηλεύοντας παντοτινά τα σύνολα της Κοκό Σανέλ που φορά ο Ντελφίν Σερίγκ στο έργο. Δεν θα μπορούσα παρά να κλείσω με τα τελευταία λόγια του αφηγητή: «Στην πρώτη ματιά, φαινόταν αδύνατον να χαθείς εκεί. Στα ίσια μονοπάτια, ανάμεσα στα αγάλματα με τις παγερές χειρονομίες, ανάμεσα στις γρανιτένιες πλάκες, όπου εσύ, ακόμη και τώρα, χάνεις τον εαυτό σου για πάντα, στην ακίνητη νύχτα, μαζί μου».