Μενού

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ, Η (Επαν.) - Γιώργος Ξανθάκης

Ποιος ακούει τους ακροατές;

Ο  Harry Caul (Gene Hackman) είναι ένας «ειδικός ηλεκτρονικής παρακολούθησης». Σε μια φαινομενική υπόθεση  ρουτίνας , ο Harry και ο βοηθός του Stan (John Cazzale) αναλαμβάνουν να καταγράψουν τις συνομιλίες ενός νεαρού ζευγαριού, της Ann (Cindy Williams) και του Mark (Frederic Forrest) .Ο πελάτης είναι ένας μυστηριώδης και ισχυρός επιχειρηματίας, γνωστός ως ‘’Διευθυντής’’ (Robert Duvall).

Το ζευγάρι κάνει κυκλικές βόλτες και μιλά για φαινομενικά αθώα θέματα: για χριστουγεννιάτικα δώρα, για τους άστεγους κ.α. Ο βασικός διάλογος θα επανέλθει ξανά και ξανά σε όλη την ταινία, καθώς ο Harry επεξεργάζεται τις κασέτες  . Κάθε φορά που ακούει την κασέτα, φαίνεται να ακούει κάτι νέο, και όταν αποκαλύπτονται νέοι διάλογοι, οι προηγούμενοι αποκτούν διαφορετική σημασία. Ωστόσο όταν ακούει τη φράση: «Θα μας σκότωνε αν είχε την ευκαιρία» ,καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο πελάτης του σκοπεύει να σκοτώσει το παράνομο ερωτικό ζευγάρι.

Βασανισμένος από ενοχές από μια προηγούμενη ανάθεση του, που οδήγησε στο θάνατο τριών ανθρώπων, ο Harry αποκτά  εμμονή με την αποτροπή των δολοφονιών της Ann  και του Mark. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, παραβιάζει τον επαγγελματικό του κώδικα και εμπλέκεται συναισθηματικά στη δουλειά του…

Frederic Forrest and Cindy Williams in The Conversation (1974)

Ο Francis Ford Coppola είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που έχουν κάνει τέσσερα συνεχόμενα αριστουργήματα, στην εύφορη γι αυτόν δεκαετία του 1970. Μετά τον θρίαμβο του μεγαλεπήβολου «Νονού», ο Coppola εξέπληξε τους πάντες με αυτό το  μινιμαλιστικό αλλά εξαιρετικά δομημένο φιλμ, που ο ίδιος θεωρεί το πιο προσωπικό της καριέρας του. Πολύ μπροστά από την  εποχή του , είναι ένα προφητικό έργο για την παράνοια, τον καταπιεστικό ρόλο της τεχνολογίας και την αδυναμία προστασίας της προσωπικής ζωής . Από τεχνική άποψη , η «Συνομιλία» κάνει με ακουστικούς όρους αυτό που είχε κάνει το «Blow-Up»(1966) του Antonioni με οπτικούς όρους.

Μετά την εποχή της “Μεγάλης Ύφεσης” της δεκαετίας του ’30 ,  στο αμερικανικό σινεμά κυριάρχησε η αισιοδοξία ότι ο μέσος άνθρωπος διαθέτει τη δύναμη  και την επιρροή για να υπερβεί την κοινωνική καταπίεση και διαφθορά («Mr. Smith Goes To Washington»(1939), «Meet John Doe»(1941) του Frank Capra). Αντίθετα  μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ και το σκάνδαλο ‘’Watergate” , τέτοιες αυταπάτες εξαχνώθηκαν και σφυρηλατήθηκε η αδυναμία του κοινού ανθρώπου απέναντι στην εκτεταμένη ηθική παρακμή και την παντοδυναμία του υλισμού. Έτσι, κλασικές «μαύρες» ταινίες της δεκαετίας του ’60 και του ’70 όπως τα «They Shoot Horses, Don’t They»(1969), «The Parallax View»(1974) και «Chinatown»(1974) στήριξαν την μοιρολατρική άποψη  ότι  η ατομική παρέμβαση είναι μάταιη απέναντι στην επιβολή του «Κακού». Το «Chinatown» του Polanski τέμνεται με τη «Συνομιλία», καθώς  οι δύο  κυνικοί και αποστασιοποιημένοι ήρωες βρίσκονται στη δίνη τραγικών γεγονότων ,μόλις αναπτύξουν συνείδηση ​​και αναζητήσουν τη λύτρωση.Οι αφηγηματικοί μαίανδροι της «Συνομιλίας» είναι το πρόσχημα για την απεικόνιση ενός ηθικά κατεστραμμένου τοπίου και τη συμπλήρωσή του με μια αφόρητη αίσθηση παράνοιας. Η νεύρωση του πρωταγωνιστή γίνεται μια αλληγορία για την τραγωδία του ατόμου στην αλλοτριωμένη αστική κοινωνία.

1188 2

Ο  εξαίρετος Gene Hackman εξισορροπεί με υποδειγματική μέθοδο τις εσωτερικές αντιφάσεις του  Harry. Είναι οδυνηρά μοναχικός ,καχύποπτος και αποξενωμένος αλλά ταυτόχρονα θρησκευόμενος και άριστος τεχνικός .Γνωρίζει ότι συμμετέχει σε μια , αμφισβητήσιμης ηθικής, δραστηριότητα  αλλά προσπαθεί να εξορθολογήσει τις επιπτώσεις ,να ξορκίσει τους δαίμονες του , να παραπλανήσει τον ίδιο του τον εαυτό, ότι δεν φέρει καμία ευθύνη. Ωστόσο αυτή η πνευματική διαπραγμάτευση του με τον Διάβολο διαβρώνει την καθημερινότητα του: ζει σαν παρανοϊκός, με απόσταση από τους συνεργάτες του , με ασαφείς ερωτικές σχέσεις. Μέσα από μια αργή διαδικασία συνειδητοποιεί ότι η δουλειά του δεν είναι απρόσωπη και ουδέτερη , αλλά μπορεί να επιφέρει τραγικές συνέπειες στους ανθρώπους που παρακολουθεί, αλλά και να στραφεί εναντίον του.Η σκηνή όπου καταστρέφει με μανία ​​μια πλαστική Μαντόνα φοβούμενος ότι μπορεί να κρύβει μια συσκευή ακρόασης,  χρησιμεύει ως ένας ευφυής συμβολισμός για την υποχώρηση της Πίστης του απέναντι στην αυξανόμενη παράνοιά του.

Σε απόλυτο συγχρονισμό με το θέμα  ,το φιλμ καθοδηγείται από τον ήχο και τις εικόνες των παρακολουθήσεων. Το επίτευγμα του Walter Murch στην ηχοληψία και στο μοντάζ είναι ασύγκριτο .Οι διασταυρώσεις των ηχογραφήσεων, του επικαλυπτόμενου διαλόγου και της μουσικής τζαζ , δομούν ένα πυκνό, πολυεπίπεδο ,ψυχεδελικό υπόστρωμα.

Η «Συνομιλία» είναι ένα συναρπαστικό υπαρξιακό θρίλερ που συνδυάζει την αγωνιώδη αφήγηση του Hitchcock και τις εικόνες αποξένωσης του Antonioni .Σε μια πρώιμη σκηνή , η Ann βλέπει έναν μισοπεθαμένο άστεγο σε ένα παγκάκι. Λέει:«Κάποτε ήταν το μωρό μιας μάνας. . . είχε μητέρα και πατέρα που τον αγαπούσαν. . .».  Στο καφκικό φινάλε ο ψυχικά κατεστραμμένος ήρωας είναι «άστεγος» μέσα στο διαμέρισμα του ,φυλακισμένος από τη τεχνογνωσία του. Και τότε μας έρχονται ξανά στο νου τα λόγια της Ann. Μήπως αφορούν και τον Harry ;

Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα fermouart.gr

Smart Search Module