Μπορεί ο κορυφαίος Άλφρεντ Χίτσκοκ στην τελευταία ταινία της βρετανικής περιόδου του, πριν μετακομίσει οριστικά στις ΗΠΑ την αμέσως επόμενη χρονιά, να επιχειρεί εύστοχες κοινωνικο-πολιτικές αναφορές στο τέλος της γεωργιανής περιόδου με την επισήμανση της εξουσίας και της ανομίας, αλλά η όποια ουσία στην Ταβέρνα της Τζαμάικα, που εκδόθηκε το 1936 και μεταφέρθηκε στην οθόνη τρία χρόνια αργότερα, ανήκει ολοκληρωτικά στη συγγραφέα Ντάφνι ντι Μοριέ: ο εναγκαλισμός του αθεράπευτου, άκρατου ρομαντισμού με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των χαρακτήρων και ο συνδυασμός μιας πολύπλοκης αφήγησης με το γοτθικό σκηνικό.
Η Ντι Μοριέ ήταν τόσο έξαλλη με τη διασκευή του Χίτσκοκ, που απείλησε να πάρει πίσω τα δικαιώματα που του είχε ήδη παραχωρήσει για τη Ρεμπέκα, αλλά προφανώς παρηγορήθηκε από την τεράστια εμπορική επιτυχία της ταινίας και, ευτυχώς, άλλαξε γνώμη. Κι ενώ το δράμα ερωτικών φαντασμάτων με τον Λόρενς Ολίβιε και την Τζόαν Φοντέν ήταν απόλυτα ισορροπημένο, μεγαλόπνοο και εμπνευσμένο, από την Ταβέρνα απουσιάζει αισθητά το οπτικό σασπένς για χάρη μιας κουραστικής, επιτηδευμένα διαλογικής περιπέτειας και μονοπωλούν το ενδιαφέρον ο Τσαρλς Λότον και τα υπερτονισμένα, ανεξέλεγκτα φρύδια του.