Η ποίηση, ο σουρεαλισμός και η μαγεία είναι τα τρία βασικά στοιχεία που κυριαρχούν στην ταινία αυτή του Αλέν Ρενέ, που ήδη, το 1959, με την ταινία του, «Χιροσίμα, αγάπη μου» είχε κάνει μιαν εκπληκτική πρώτη εμφάνιση στον τομέα της ταινίας μεγάλου μήκους, εντυπωσιάζοντας το κοινό του φεστιβάλ των Κανών. Η ταινία αρχίζει με τη φωνή του αφηγητή (Αλμπερτάτζι) ενώ η κάμερα προχωρεί αργά σ’ ένα τεράστιο, μπαρόκ ξενοδοχείο, σε κάποια λουτρόπολη, εξετάζοντας τα έπιπλα, τους μεγάλους, ατέλειωτους διαδρόμους, τις περίκομψα διακοσμημένες οροφές και τους λαμπερούς καθρέφτες για να καταλήξει σ’ ένα τεράστιο σαλόνι όπου ένα ακίνητο κοινό παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση.
Σταδιακά, μέσα από μισόλογα και κομμάτια από διαλόγους κι ένα φιλολογικό-ποιητικό κείμενο του εκπροσώπου του «νουβό ρομάν», Αλέν Ρομπ-Γκριγιέ, μέσα από απομονωμένα πρόσωπα ή ομάδες τοποθετημένες στους χώρους, συχνά ακίνητες, όπου κυριαρχεί ένα έντονο στιλιζάρισμα, αρχίζουμε να μαθαίνουμε ορισμένα στοιχεία γύρω από τα τρία βασικά πρόσωπα της ταινίας: μια κλεισμένη στον εαυτό της, σιωπηλή, ντυμένη κομψά, γυναίκα (Σερτίγκ) που βρίσκεται στο ξενοδοχείο μαζί μ’ ένα βλοσυρό άντρα (Πιτοέφ), που πιθανό να είναι σύζυγός της κι ένα ελκυστικό ξένο (τον αφηγητή) που επιμένει, παρά την άρνηση της γυναίκας, ότι είχαν μια ερωτική σχέση πριν από ένα χρόνο, ίσως σε μια άλλη λουτρόπολη, το Μάριενμπαντ, ίσως στην ίδια λουτρόπολη που βρίσκονται τώρα, και ότι είχαν δώσει ραντεβού να ξανασυναντηθούν τώρα.
Ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για το τί πράγματι συνέβηκε. Συναντήθηκαν οι δυο τους, η γυναίκα τού είχε υποσχεθεί να φύγει μαζί του και τώρα δεν τολμά να το κάνει, ή μήπως όλα αυτά είναι στη φαντασία του άντρα ή ακόμη, μήπως πρόκειται για κάτι που θα γίνει στο μέλλον; Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Αυτά που συνέβησαν πέρσι, ή που ίσως να συνέβησαν, μπορεί και να συμβαίνουν τώρα. Ή όλα μπορεί να είναι ένα όνειρο. Μέχρι και σήμερα, ο «παραδοσιακός» κινηματογράφος δεν έχει δώσει μια πιο πρωτοποριακή, πιο αβάν-γκαρντ, ταινία από το «Πέρσι στο Μάριενμπαντ».
Μια ταινία που στην πραγματικότητα δυσκολεύεται να κατατάξει κανείς, ταινία που ανατρέπει τον αφηγηματικό κινηματογράφο για να φτιάξει τη δική της πρωτότυπη, ευρηματική, απρόσμενη πορεία. Γι’ αυτό κι όταν η ταινία πρωτοπροβλήθηκε δίχασε κοινό και κριτική: με ορισμένους να την χαιρετίζουν ως αριστούργημα κι άλλους να σοκάρονται με το πρωτότυπο ύφος της.
Ο Ρενέ κινεί τα πρόσωπά του (ή μήπως θα έπρεπε να πω τις φιγούρες του) σαν πιόνια σε σκακιέρα, σε σημείο που σε μια (από τις πιο όμορφες της ταινίας) σκηνή (που συνδυάζει την ομορφιά ενός πίνακα του ΝτεΚίρικο μ’ ένα πίνακα του Ντουανιέ Ρουσό), γυρισμένη, όπως και η υπόλοιπη ταινία, σε μαυρόασπρο φιλμ (η έξοχη φωτογραφία είναι του Σασά Βιερνί), που προβάλλεται στο σχήμα του σινεμασκόπ, να βλέπουμε τους πελάτες του ξενοδοχείου σ’ ένα τεράστιο, γεωμετρικά διευθετημένο, σαν κομμάτι γλυπτικής, κήπο, ακίνητους, με τις σκιές τους (βαμμένες στην πραγματικότητα στο χώμα) ν’ απλώνονται δίπλα τους αντίθετα, με τους γεωμετρικά κλαδεμένους θάμνους που δεν ρίχνουν καθόλου σκιά.
Ενώ η γυναίκα, άλλοτε ντυμένη στ’ άσπρα (συνήθως στις αναδρομές στο παρελθόν) κι άλλοτε στα μαύρα, με φτερά και μια πόζα που θυμίζει τις βαμπ του βωβού (στο νου έρχονται οι ταινίες του Λουί Φεγιάντ, ιδιαίτερα η Μισιδόρα των ‘Βαμπίρ’) περιφέρεται σαν μορφή ενός άπιαστου ονείρου, με κινήσεις προμελετημένες στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, ανακατεύοντας το παρελθόν με το παρόν, την αλήθεια με το ψέμα, τη φαντασία με την πραγματικότητα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και ατόφιας ποίησης. Ένα έργο ύμνος στην ομορφιά της εικόνας αλλά και του λόγου, με άλλα λόγια ένα καθαρό αριστούργημα.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr