Σεβαστή «μορφή» της νύχτας και βετεράνος του τζόγου ρισκάρει σε «τυχερή» του μέρα και χάνει τα πάντα. Θα τον ξελασπώσει μονάχα μια μεγάλη και παράτολμη ληστεία casino, που όμως κρύβει ουκ ολίγες… ανθρώπινες παγίδες.
Μόλις η τέταρτη ταινία μεγάλου μήκους του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, μα το βάρος της σχεδόν καθόρισε αυτό που κοντά στα τέλη της δεκαετίας του ’50 το γαλλικό σινεμά θ’ αποκαλούσε nouvelle vague! Από τα πρώτα πλάνα του ξημερώματος στη Μονμάρτρη, η κάμερα αναζητά το αληθινό, την καταγραφή της στιγμής, εικόνες που έμειναν στην Ιστορία του σινεμά σαν ντοκουμέντα εποχής, αφτιασίδωτες, «άκομψα» κομμένες στο μοντάζ, με μια σχεδόν «πρωτόγονη» φυσικότητα. Ξαναβλέποντας το opening του «Μπομπ ο Χαρτοπαίκτης», πραγματικά αναρωτιέσαι εάν χωρίς αυτόν θα υπήρχε έτσι ακριβώς ένα κάποιο «Ασανσέρ για Δολοφόνους» (1958) ή ακόμη κι εκείνο το «Με Κομμένη την Ανάσα» (1960)!
Όχι ότι είναι και υπεύθυνος για την «παρθενογένεση» ο Μελβίλ. Πάνω σε υπαρκτούς και λατρεμένους κώδικες του αμερικάνικου γκανγκστερικού δράματος και του νουάρ πάτησε (με «συμβουλάτορα» τη «Ζούγκλα της Ασφάλτου» του Τζον Χιούστον, από το 1950), αλλά τους «σέρβιρε» στο ευρωπαϊκό κοινό με μια φρεσκάδα που σχεδόν ποτέ δεν σκαρφίστηκε να προσθέσει σ’ αυτά τα είδη η άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Με φάτσες καθημερινές, χωρίς τη γοητεία εμφανίσιμων αστέρων και με ηθική στάση θαρραλέα κι αντρίκια, όχι ακόμη «θανατερά» ελεγειακή, κυνικά «μεταλλαγμένη» από την κοινωνική δυσπραγία της εποχής.
Στον κόσμο του «Μπομπ», το χρήμα δεν κερδίζεται εύκολα. Πρέπει να ρισκάρεις και να τζογάρεις για να τ’ αποκτήσεις, πρέπει να κλέψεις ή να σκοτώσεις, πρέπει να πουλήσεις το κορμί σου αν είσαι θηλυκό. Ο ήρωας του Μελβίλ είναι άνδρας «παλαιάς κοπής», πρώην κατάδικος από ληστεία που «στράβωσε», ντυμένος στην τρίχα, γοητευτικός ακόμη, χουβαρντάς και gentleman με τις κυρίες. Βετεράνος των τυχερών παιχνιδιών, δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτόν τον εθισμό του και ξημεροβραδιάζεται παίζοντας με τ’ αποθέματά του ή τα κέρδη που σπάνια του μένουν για καιρό στα χέρια. Έχει τον νεαρό protégé του, θα περισώσει κι από το πεζοδρόμιο ένα κορίτσι άβγαλτο μα καπάτσο, που θα διχαστεί ερωτικά ανάμεσα στο πρέπον flirt με το αγόρι της ηλικίας της ή τον μέντορα και πάντοτε απλόχερα τίμιο απέναντι στις γυναίκες Μπομπ.
Η γκαντεμιά του ήρωα θα τον οδηγήσει σε δυσκολίες κι αφραγκίες, που μονάχα ένα σενάριο μεγάλης ληστείας casino στη Ντοβίλ μπορεί να τον επαναφέρει στη ζωή που αρέσκεται να κάνει, με την άνεση που θα του επιτρέψει η μοιρασιά σχεδόν 800.000.000 φράγκων σε μετρητά! Όπου ακούγονται τέτοια ποσά, όμως, το ανθρώπινο «ζώο» είναι εκείνο που ορίζει τη συμπεριφορά και τους κανόνες «ηθικής». Το παράτολμο και πολύπλοκο σχέδιο οργάνωσης της ληστείας γεμίζει από απαραίτητες συμμετοχές με διαφορετικά κίνητρα και προθέσεις, ο καθένας από τους «παίκτες» κουβαλάει τη δική του agenda, η ανωριμότητα γίνεται εκμεταλλεύσιμη δύναμη για τον ανταγωνιστή ή κάποιον που ζητά εκδίκηση για παλιότερα παραστρατήματα και ασυγχώρητες πράξεις. Και ο Μπομπ μένει εκτεθειμένος…
Ήρωες και πόλεις που σχεδόν ποτέ δεν κοιμούνται, μέσα σ’ ένα σύμπαν μαυρόασπρο που δε μπορεί να ξεχωρίσει τη μέρα από τη νύχτα, αποθεώνονται στιλιστικά σε τούτο το homage του Μελβίλ στον υπόκοσμο του εγκλήματος όπως μας συστήθηκε από τα χολιγουντιανά φιλμ, με τη διαφορά ότι εδώ το cool κινηματογραφείται ή αναγεννάται με πρωτοφανή αληθοφάνεια που παραπέμπει οριακά στον «ερασιτεχνισμό» (προσέξτε τα jump cuts στα πλάνα γύρω από την πλατεία με το υδροφόρο όχημα), ενώ ταυτόχρονα πολλές από τις κινήσεις της κάμερας σε κάνουν να σαστίζεις με το πόσο προχωρημένη ήταν η ευρηματικότητα του Μελβίλ.
Το φινάλε, φυσικά, πρέπει να είναι τιμωρητικό και έστω στο ελάχιστο «διδακτικό», αν και ο Μελβίλ κρατάει τον πιο σκληρό του σαρκασμό για τις τελευταίες ατάκες της ταινίας, που αναδύουν μια πολιτική χροιά κριτικής απέναντι στο ξεπούλημα εξουσίας και νόμων. Και μη χειρότερα για την «πατρίδα» μας, την Ευρώπη…