Μενού

ΜΠΛΕ ΒΕΛΟΥΔΟ (Επαν.) - Δημήτρης Κολιοδήμος

Αν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, στην ταινία του Η Πέγκυ Σου παντρεύτηκε, χρειαζόταν μία δικαιολογία (τη λιποθυμία της γυναίκας) για να μας πάει πίσω στο παρελθόν και να μιλήσει για τις χαμένες ευκαιρίες και την ωρίμανση της ηρωίδας του, ο Ντέιβιντ Λιντς δεν έχει την ανάγκη κάποιου προσχήματος για να μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’50. Στο Μπλε βελούδο το τότε είναι εξίσου πραγματικό με το σήμερα. Οι χαρακτήρες του είναι άτομα της εποχής μας, αλλά κινούνται σε χώρους του χθες, φορούν ρούχα του χθες, ακούν και τραγουδούν τη μουσική του χθες. Η δε αισθητική του, το ύφος του, παραπέμπει στον προ τριακονταετίας κόσμο. Έναν κόσμο που η δύναμή του διαποτίζει τον θεατή μέχρι το κόκαλο, αλλά κι έναν κόσμο όπου η αθωότητα και η αφελής προσέγγιση της ζωής συνυπάρχουν με τη διαφθορά και την ντροπιαστική λαγνεία.

Το έναυσμα για την εκκίνηση της αφήγησης δίνεται από τη σωματική κατάρρευση του Τομ Μπόμοντ και την εν συνεχεία ανεύρεση ενός κομμένου ανθρώπινου αυτιού από τον γιο του Τζέφρι. Το αυτί θα γίνει το εισιτήριό του για την είσοδο σ' έναν άλλον κόσμο: αυτού που κρύβεται κάτω από την επιφανειακή γαλήνη της μικρής πόλης του Λάμπερτον, αλλά κι εκείνου που βρίσκεται μέσα στους κατοίκους του, οι οποίοι μοιάζουν να καταπιέζουν τις ενδόμυχες επιθυμίες τους.

1164 1

«Δεν ξέρω αν είσαι ντετέκτιβ ή διεστραμμένος», θα πει κάποια στιγμή η Σάντι, η κόρη του αστυνομικού της περιοχής, στον Τζέφρι, τον νεαρό που ο πατέρας της προσπάθησε να αποθαρρύνει, για να μην ασχοληθεί με την υπόθεση. Αμέσως μετά, ο ματαιόδοξος νεαρός ερευνητής θα μετατραπεί σε ακούσιο ηδονοβλεψία. Για τον Λιντς η περιέργεια έχει δύο όψεις: αυτήν που είναι συνυφασμένη με τη γνώση και την απόκτησή της, κι εκείνην που σχετίζεται με το βύθισμα σ' έναν αμοραλιστικό εφιάλτη. Δύο όψεις που κατά βάθος αποτελούν τις επιφάνειες ενός και του αυτού νομίσματος. Και τούτη η αδιαίρετη διττότητα βρίσκεται στον πυρήνα της ταινίας του. Κατά κάποιον τρόπο, η τελευταία μοιάζει με φροϋδικό χρονικό: η κατάρρευση του Τομ Μπόμοντ στον κήπο του οδηγεί τον γιο του σ' ένα οιδιπόδειο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου αντικαθιστά έναν απόντα (απαγμένο) γιο, κάνει έρωτα με τη μητέρα και σκοτώνει ένα απαίσιο υποκατάστατο του πατέρα, πριν η διαταραγμένη κατάσταση των πραγμάτων αποκατασταθεί.

Ο Τζέφρι ζει μέσα στην έξαρση, φαντασιωτική ή πραγματική, αδιάφορο. Η συσκότιση αυτού του σημείου έχει πρωταρχική σημασία, μιας και προκαλεί τον νου να σκεφτεί πάνω σε αναφορές εκλαμβανόμενες ως αληθινές και ακριβείς. Αν ο Τζέφρι ονειρεύεται, τότε η αφήγηση αποτελεί την προβολή του ασυνείδητου και η ταινία γίνεται το πεδίο όπου ο θεατής μπορεί να δει πράγματα ενός εσωτερικού κόσμου. Δεν αντικρύζει την πραγματικότητα ως έχει, αλλά παρατηρεί μία φύση φιλτραρισμένη μέσα από ενδόμυχους τρόμους και αβεβαιότητες. Αν ο Τζέφρι βίωσε τα γεγονότα, τότε η αφήγηση εξιστόρησε μία σειρά περιστατικών και η ταινία έγινε ο καθρέφτης επί του οποίου αυτά ανακλάστηκαν. Ο θεατής κοίταξε ένα μέρος της πραγματικότητας και μπορεί να το κρίνει, να το δεχτεί ή να το απορρίψει, αφού το περιήλθε. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι ο Τζέφρι βρίσκεται σ' έναν κόσμο που δεν ξέρουμε αν τον παράγει ο ίδιος (όπως μας φανερώνουν οι τελευταίες σκηνές) ή αν παράγεται απ' αυτόν (όπως μας δείχνουν οι αρχικές εικόνες της ταινίας).

1164 5

Και στις δύο περιπτώσεις, ο Τζέφρι έχει καταδυθεί κάπου: σ' ένα αλλόκοτο σύμπαν το ίδιο σκοτεινό, παράλογο και εχθρικό με τον τρομακτικό κόσμο της καφκικής Δίκης. Σαν ένας νέος κύριος Κ, δεν ψάχνει πια για την ταυτότητά του, αλλά για τη λύση σε αρκετά μυστήρια: αυτό του κομμένου αυτιού κι εκείνο της μαζοχιστικής σεξουαλικότητας της τραγουδίστριας του καμπαρέ, αυτό του τζάνκι λαθρέμπορου ηρωίνης και ψυχοπαθούς φονιά κι εκείνο μιας απαγωγής κι ενός βιασμού. Ψάχνει με την αθωότητα του αδαούς, με την αφέλεια του άπειρου νέου, και κάθε του βήμα τον σπρώχνει όλο και πιο βαθειά στον πύρινο κόσμο της ηδονής, της παρακμής και του θανάτου. Όμως, στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού στην Κόλαση, βλέπει, βιώνει, αλλά δεν κρίνει. Δεν ενδιαφέρεται να ερμηνεύσει, ούτε επιθυμεί να εκτιμήσει. Αρνείται να πάρει θέση. Υιοθετεί μία στάση επιστημονικού τρόπω τινά παρατηρητή απέναντι σ' αυτούς που καταργούν τους νόμους και τις ηθικές αρχές, υποπίπτοντας και ο ίδιος σε ανάλογες παραβάσεις.

1164 6

Η φράση της Σάντι «είναι ένας παράξενος κόσμος», ειπωμένη αρκετές φορές στην ταινία, μοιάζει να συνοψίζει την προβληματική του σκηνοθέτη. Η ταινία του είναι διεστραμμένη, άσχημη, ιδεοληπτική μέχρι ένα βαθμό και προτείνεται στον θεατή για μία τολμηρή, προκλητική, ξεδιάντροπη εμπειρία. Είναι σκληρή, αλλά περιέχει και χιουμοριστικές σκηνές. Η αφήγησή της είναι μπλεγμένη και ξεκαθαρίζει τα τελευταία μόνο λεπτά. Ο κόσμος της είναι παράδοξος, αλλά αυτή η παραδοξότητα έχει κάτι το οικείο, κάτι που επενεργεί πάνω μας και μας γοητεύει ακόμη κι αν –τελικά– δεν την πάρουμε στα σοβαρά. Η δυσοίωνη αίσθηση που προκαλεί δεν προέρχεται μόνο από τη δομή της, αλλά και από τον τρόπο που συγχέει τον χρόνο και τον τρόπο που μετασχηματίζει το χρώμα και τις φωτοσκιάσεις. Και, φυσικά, από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών της.

Δημήτρης Κολιοδήμος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του ίδιου με τίτλο
366 νύχτες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας
Εκδόσεις Αιγόκερως
Α' έκδοση 1991
Β' έκδοση 1993
Γ' έκδοση 2019

Smart Search Module