Ένα σημαντικό κομμάτι του πόνου που συνοδεύει κάθε μεγάλο χωρισμό αφιερώνεται στο πικρό συναίσθημα της ανεπάρκειας. Της ανασφάλειας, δηλαδή, πως ο εαυτός υπήρξε λιγοστός απέναντι σε ένα πρόσωπο αγαπημένο, στο βλέμμα του οποίου, όμως, δεν αντανακλάται πια το γνώριμο συναίσθημα του πόθου. Η αποξένωση που φέρνει λίγο πριν και μετά τον αποχωρισμό η αγάπη, αλλά και o αιφνιδιαστικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να γεννηθεί αμέσως μια νέα, αποθεώνονται στη βραδυφλεγώς ορμητική «Ερωτική Επιθυμία», μέσα από την τυχαία γνωριμία μιας γυναίκας (Μάγκι Τσενγκ) και ενός άντρα (Τόνι Λουνγκ) στο Χονγκ Κονγκ του 1962.
Γείτονες σε διπλανά διαμερίσματα ενός μικροσκοπικού ορόφου, οι δυο τους αποκτούν μια τρυφερή φιλία, η οποία αλλάζει υφή όταν συνειδητοποιήσουν πως οι σύζυγοί τους έχουν σχέση μεταξύ τους. Θα μοιραστούν έτσι και τα πρώτα σκιρτήματα ενός φρέσκου έρωτα, ο οποίος βρίσκεται εγκλωβισμένος εν τη γενέσει. Ο συντηρητισμός της εποχής, ο οποίος αποθαρρύνει τις κοινωνικές συναναστροφές εάν δεν πρόκειται για παντρεμένο ζεύγος, βρίσκει πάτημα στις προσωπικές αναστολές των ηρώων, οι οποίοι υπό το φόβο της έκθεσης επιλέγουν μια μαρτυρική αυτοσυγκράτηση. Εκείνη αποτυπώνεται στη συμπεριφορά και το ντύσιμό τους (τα μαγευτικά όσο και πνιγηρά φορέματα της Τσενγκ την καλύπτουν ως το λαιμό), μέχρι και στην κινησιολογία της κάμερας, η οποία δεν τολμά να μπει στα δωμάτιά τους. Στέκεται στους ασφυκτικούς διαδρόμους σαν να κρυφοκοιτάζει, σαν να είναι και εκείνη μία από τους ενοίκους.
Έτσι το επίμονο απωθημένο του ανολοκλήρωτου πυρακτώνει την οθόνη, ωστόσο, δεν είναι μόνο τα «ρομερικών» αποχρώσεων ηθικά διλήμματα που συγκρατούν τους ήρωες. Όσο η ερωτική επιθυμία δεν πραγματώνεται, δεν αποκαθηλώνεται και η αψεγάδιαστη εντύπωση που έχουν ο ένας για τον άλλο οι δυνάμει εραστές. Αυτό τους διαχωρίζει από το έτερο παράνομο ζευγάρι. Έτσι, ψηλαφώντας αυτήν τη μαζοχιστική δυστοκία, ο Γουόνγκ Καρ-Βάι εξυμνεί τις εμμονές του έρωτα, τη λυτρωτική επίδραση του συναισθηματικού συγχρονισμού και εντέλει τους ψιθύρους αγάπης που θάβονται στο στέρνο δύο αγαπημένων.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr