Με αριστουργηματικές ανθρωποκεντρικές ταινίες ρεαλιστικής γραφής, οι Βέλγοι αδερφοί Νταρντέν καταγράφουν τις κοινωνικές ανισότητες, μέσα από δυνατές ιστορίες γεμάτες αγωνία, με καλογραμμένους χαρακτήρες, εστιάζοντας συχνά στους πιο αδύναμους, με πρωταγωνιστές γυναικείους χαρακτήρες (Ροζετά/1999) ή παιδιά. Με σήμα κατατεθέν μια ρεπορταζιακού τύπου καταγραφή με κάμερα στον ώμο, που αντανακλά ρεαλιστική αμεσότητα, καταφέρνουν να εκμαιεύσουν από μη επαγγελματίες ηθοποιούς εξαιρετικές εσωτερικευμένες ερμηνείες, αναδεικνύοντας τη σωματοποιημένη και ψυχοφθόρα διαδικασία αλλοτρίωσης, παρουσιάζοντας με απλό τρόπο κάτι ψυχολογικά περίπλοκο. Το σινεμά των Νταρντέν, αληθινό και πολιτικοποιημένο, καταφέρνει με το ελάχιστο να εκφράσει το μέγιστο, δείχνοντας πώς κοινωνική καταπίεση και ρατσισμός γεννούν φασισμό και μισαλλοδοξία.
Στη νέα τους δραματική ταινία «Ανάμεσά μας» (Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 2019), επικεντρώνονται στη μετάλλαξη της ισλαμικής πίστης σε εξτρεμιστικό δόγμα φονταμενταλιστών, μέσα από τους ψυχολογικούς μηχανισμούς φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αποκαλύπτοντας πρωτίστως το βαθύ ταξικό χάσμα με τον δυτικό πολιτισμό.
Στο σύγχρονο Βέλγιο, ο μελαχρινός σγουρομάλλης έφηβος με γυαλιά Αχμέντ (Ιντίρ Μπεν Αντί), αραβικής καταγωγής, που ζει στα εργατικά προάστια, βρίσκει το χαμένο πατρικό πρότυπο στο πρόσωπο ενός νεαρού οπισθοδρομικού Ιμάμη, για τον οποίο τρέφει μεγάλο θαυμασμό στα όρια λατρείας. Ο Ιμάμης αφιονίζει τον Αχμέντ, «τσαλακώνοντας» την εικόνα της άλλοτε αγαπημένης του καθηγήτριας αραβικών, χαρακτηρίζοντάς την «αποστάτρια και βλάσφημη», επειδή διδάσκει τη γλώσσα μέσα από τραγούδια και όχι αποκλειστικά από το Κοράνι. Επιχειρεί να τον στρατολογήσει σε μια «νέα γενιά πολεμιστών τζιχάντ», προβάλλοντας ως πρότυπο τον ξάδερφό του, που έγινε μάρτυρας. Μαζί με τον Αχμέντ, πείθει και τον αδερφό του να διαβάλουν στη συνέλευση γονέων την καθηγήτρια, πως τους απομακρύνει εσκεμμένα από τη θρησκεία, γιατί έχει «εβραίο φίλο». Κάποιοι γονείς ωστόσο, υποστηρίζουν την αξία της μεθόδου της στην εκμάθηση της αραβικής καθομιλουμένης. Τυφλωμένος από μισαλλοδοξία, ο Αχμέντ παίρνει την πρωτοβουλία να επιτεθεί στην καθηγήτριά του και καταλήγει σε κέντρο κράτησης ανηλίκων, υπό αυστηρή επιτήρηση ειδικευμένων κοινωνικών λειτουργών και παιδοψυχολόγων. Εκεί, ο Αχμέντ απομονώνεται αρχικά, προσηλωμένος στις προσευχές του, με σχέση εξάρτησης από το Κοράνι, που φιλάει ευλαβικά και τοποθετεί σε προστατευτική θήκη. Η μητέρα του, δηλώνοντας με αγωνία πως «θέλει πίσω τον παλιό Αχμέντ», τον βλέπει να εξελίσσεται σε θρησκόληπτο και φοβάται πως κινδυνεύει να καταλήξει σαν τον ξάδερφό του. Μόλις πληροφορηθεί πως ο Ιμάμης μπήκε φυλακή, ο Αχμέντ καταστρώνει μεθοδικά σχέδιο για να ολοκληρώσει την «ιερή αποστολή» του και συμμετέχει στις εργασίες φάρμας, στα πλαίσια επανένταξης. Αναστατώνεται όμως από τη γνωριμία του με τη συνομήλική του Λοίζ, μια θαρρετή κοπέλα που τον γλυκοκοιτάζει, ενώ αποτραβιέται τρομοκρατημένος, όταν προσπαθεί να τον φιλήσει.
Άβγαλτος και συνεσταλμένος με το άλλο φύλο, ο αμούστακος ακόμα Αχμέντ παραπαίει μεταξύ αιδούς και πίστης, αναζητώντας ταυτότητα, μέσα από τη θρησκεία και τη γλώσσα. Στα όρια εμμονικής υποχονδρίας, παρουσιάζεται διαρκώς να πλένει σχολαστικά μύτη, στόμα και χέρια για να προσευχηθεί εξαγνισμένος στα γόνατα, ενώ απεχθάνεται κάθε επαφή με τα ζώα της φάρμας. Η απώθηση του γυναικείου φύλου αποκαλύπτει μιαν άγουρη σεξουαλικότητα, στο μεταίχμιο μισογυνισμού, θρησκοληψίας και ομοφοβίας, μένοντας εκστατικός στο άγγιγμα του Ιμάμη. Αρνείται να κάνει χειραψία με γυναίκα, όχι μόνο επειδή τον αποτρέπει ο Ιμάμης, αλλά γιατί είναι πεπεισμένος πως αυτό «αναγράφεται στο Κοράνι», που ακολουθεί κατά γράμμα. Αρνείται να αγκαλιάσει ακόμα και τη μητέρα του, με πρόσχημα πως έχει κάνει εξαγνισμό για προσευχή.
Επικεντρώνοντας στην ουσία, οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται μέσα από εκφράσεις, χειρονομίες και κινήσεις. Ο εσωστρεφής πρωταγωνιστής απεικονίζεται εξαρχής ανήσυχος και βιαστικός. Η ταινία ανοίγει καθώς ο Αχμέντ ανεβαίνει τρέχοντας μια σκάλα, πηγαίνοντας στο μάθημα των αραβικών, που παρακολουθεί απρόθυμα και ξαναφεύγει εξίσου φουριόζος, για την καθιερωμένη προσευχή στο τζαμί.
Αναδεικνύοντας εσώτερες ψυχικές καταστάσεις, μέσα από σωματοποιημένες ερμηνείες κινησιολογικής σπουδής, όπως και στον Κασσαβέτη, οι Νταρντέν απεικονίζουν τον Αχμέντ μονίμως με χαμηλωμένο βλέμμα, να προβάρει κινήσεις για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των πράξεών του, ευθυγραμμισμένος στο σκοπό του. Έτσι, ο Αχμέντ βάζει λαστιχάκια στα γυαλιά του, για να μην πέφτουν όταν σκύβει για προσευχή και δοκιμάζει να τρέξει με μαχαίρι κρυμμένο στο παπούτσι, καταγραφή προετοιμασίας στα όρια εμμονής, που ανακαλεί τον «Ταξιτζή» (1976/Σκορτσέζε). Αντίστοιχα, προσπαθεί μανιωδώς να μετατρέψει μια οδοντόβουρτσα σε αιχμηρό φονικό όπλο, τρίβοντάς τη στο πάτωμα. Η λεπτομερής καταγραφή χειρονομιών και κινήσεων, ως μέρος τελετουργικής διαδικασίας, που μεταφέρουν τον ψυχισμό του πρωταγωνιστή, απαντάται στο σινεμά του Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999), που προτιμούσε μη επαγγελματίες ηθοποιούς, για να επιτύχει αυθεντικότερη προσέγγιση, μέθοδο που ακολούθησαν και οι Νταρντέν.
Στο σινεμά τους, τίποτα δεν περισσεύει, όλα μοιάζουν απολύτως ζυγιασμένα στα απαραίτητα, δίχως φλυαρίες, με λιγοστούς αλλά αποκαλυπτικούς διαλόγους, ακολουθώντας και σεναριακά την ευρύτερη φιλοσοφία της οικονομίας του μέσου.
Η ακεντράριστη κινηματογράφηση αποκτά διάσταση ακατέργαστου ρεαλισμού. Κρατώντας το κάδρο ασφυκτικά κλειστό στους πρωταγωνιστές, δημιουργείται κλειστοφοβική αίσθηση, επιτρέποντας την ταύτιση του θεατή με το αντικείμενο παρατήρησης. Αποφεύγοντας τα γκρο πλάνα, η κάμερα ακολουθεί διαρκώς τον πρωταγωνιστή στις διαδρομές του, ενώ κινείται παράλληλα με τις κινήσεις του, καταγράφοντας την τελετουργική διαδικασία εξαγνισμού και προσευχής.
Απαλλαγμένος από μη-διηγητική πρωτότυπη μουσική, ο ρεαλισμός των Νταρντέν μεταχειρίζεται στην αφηγηματική προσέγγιση φυσικούς ήχους και σπάνια διηγητική μουσική. Εδώ, στους τίτλους τέλους δεσπόζει η μπετοβενικής επιρροής σονάτα για πιάνο σε σι ύφεση μείζονα αρ.21 έργο 960, του Σούμπερτ (1797-1828), που δεν επιλέχτηκε τυχαία. Πρόκειται για την τελευταία σονάτα για πιάνο, που συνέθεσε πριν τον πρώιμο θάνατό του.
Ο προσηλυτισμός φονταμενταλιστών ισλαμιστών, που βασίζεται στην προβολή του αμοραλισμού της καπιταλιστικής Δύσης, έχει ως αποτέλεσμα τον εξισλαμισμό μιας μερίδας απογοητευμένων νέων στην Ευρώπη και έχει αναδειχτεί τόσο στην αγγλική ταινία «Το ποτάμι ανάμεσα» (2009/Ρασίντ Μπουσαρέμπ), που αναφέρεται στην τρομοκρατική επίθεση σε λεωφορεία του Λονδίνου, Ιούλιο του 2005, όσο και στη γαλλική ταινία «L’ adieu à la nuit» (2019/Αντρέ Τεσινέ), στον απόηχο των πολύνεκρων επιθέσεων στο Παρίσι, το 2015 (Σαρλί Εμπντό, Μπατακλάν). Εδώ, οι Νταρντέν αναδεικνύουν την κοινωνική διάσταση του φονταμενταλισμού των αραβικής καταγωγής Βέλγων μουσουλμάνων, σε συσχετισμό με την αναζήτηση ταυτότητας των νέων, ειδικά μετά το 2001, που κάθε Άραβας αντιμετωπίζεται ως εν δυνάμει τρομοκράτης και συνεπώς απειλή για το δυτικό πολιτισμό.
Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στην ιστοσελίδα edromos.gr