O Νικήτας ζει απομονωμένος σε μια φάρμα στην κορυφή ενός ορεινού δάσους. Καθώς μια βιομηχανία επεκτείνεται στη δασική περιοχή, ο Νικήτας πιέζεται να πουλήσει τη φάρμα του. Μια μέρα τον επισκέπτεται ο γιος του, που έχει χρόνια να δει, και του ζητά το μερίδιό του από την κληρονομιά που άφησε η μητέρα του μετά από τον θάνατό της.
Ένα σύγχρονο ελληνικό γουέστερν γεμάτο από εικόνες μιας ειδυλλιακής φύσης η οποία όμως κρύβει και μια αδιόρατη απειλή που ετοιμάζεται να ξεσπάσει. Η ιστορία του Νικήτα (ο Μουρίκης, σε μεγάλη φόρμα, πλάθει έναν χαρακτήρα που συνθέτει τις αντιθέσεις αλλά και το τσαγανό ενός σκληρού πατέρα, που όμως δεν έχει προδώσει τις βασικές αρχές του) είναι το πρόσχημα για τον πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη Τζώρτζη Γρηγοράκη να αφηγηθεί μια περιπέτεια αντίστασης απέναντι στο «τέρας που λεηλατεί τη φύση».
Τα εργαλεία του σκηνοθέτη είναι απλά: σκηνές βίαιες με γεωτρύπανα που σκάβουν τη γη ή μοτοσικλέτες που σπάνε τη μονοτονία αλλά και την ησυχία του περιβάλλοντος, τυπικές κουβέντες για κληρονομικά ή οικονομικούς συμβιβασμούς, αμπελοφιλοσοφίες ανακατεμένες με αγαπημένα λαϊκά τραγούδια («τα ματόκλαδά σου λάμπουν»), γνώριμες φάτσες της νεοελληνικής κοινωνίας. Το απλό στη γραφή αλλά πληθωρικό στον συμβολισμό του «Digger» απλώνεται σε πολλά επίπεδα: δίπλα στο στρατευμένο κοινωνικό-πολιτικό σχόλιό του για την επέμβαση των μεγάλων εταιρειών στη φύση, κουμπώνει εύστοχα η σχέση πατέρα-γιου με όλες τις δραματικές και αρκετά συγκινητικές κορυφώσεις της.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athensvoice.gr