Με αφορμή την επανάληψη – ταξίδι της παράστασης των «Ορνίθων» (που είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο ο Νίκος Καραθάνος) στη Νέα Υόρκη, ο Μπάμπης Μακρίδης υπογράφει ένα ντοκιμαντέρ «παρασκηνίων» που… πετά αφηγηματικά πέρα από συμβάσεις κατηγοριοποίησης.
Το χιούμορ έχει την ιδιότητα (και) να ειρωνεύεται. Αυτό μπορεί να συμβεί και λεκτικά και… σιωπηλά. Ο Μπάμπης Μακρίδης το κάνει με εικόνες. Αποστασιοποιημένος ή όχι, με ή χωρίς λόγια, με ή χωρίς διάθεση άσκησης κριτικής απέναντι στο «φαίνεσθαι», ο σκηνοθέτης θέτει εδώ την κάμερά του μπροστά από το σύμπαν των «Ορνίθων» του Αριστοφάνη, όπως τις ανέβασε (αρχικά) στην Επίδαυρο ο Νίκος Καραθάνος το 2016. Τούτη η πολυσυζητημένη και πολυδιαφημισμένη παράσταση / παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση κατάφερε, το 2018, να «πετάξει» και μέχρι το St. Ann’s Warehouse της Νέας Υόρκης (και όχι μόνο), δίνοντας την αφορμή στον Μακρίδη να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο και (στην τελική) υβριδικό ντοκιμαντέρ που δεν παρακολουθεί μονάχα τα παρασκήνια του ανεβάσματος ή τις εξομολογήσεις των συντελεστών / talking heads, αλλά ανοίγει πολύ πλατύτερα τα φτερά του για να προσεγγίσει την ιδέα και το χάος της απόστασης μεταξύ της γήινης βαρύτητας / ύπαρξης και της δυνατότητας φυγής ενός πετούμενου. Αυτής της ανθρώπινης ονείρωξης που έχουμε από παιδιά, δηλαδή. Και διατηρούμε φευγαλέα και στην ωριμότητά μας…
Παραδόξως, αν και ανήκω σε εκείνους τους θεατές που δεν τους είχαν αρέσει οι «Όρνιθες» του Καραθάνου (όπως τις είχα παρακολουθήσει ζωντανά στην Επίδαυρο, τουλάχιστον), το ομώνυμο φιλμ του Μακρίδη με κέρδισε μέσα από τις «πειραματικές» αμφιταλαντεύσεις του υλικού του και των πολλαπλών layers ανάγνωσης που σου επιτρέπουν να εστιάσεις (με το όποιο υποκειμενικό σου βλέμμα) σε διαφορετικές υπαρξιακές αναζητήσεις και αναθεωρήσεις, οι οποίες επιτυγχάνουν μία αναπάντεχη αποδόμηση του pretentious της παράστασης. Οι «Όρνιθες» του Μακρίδη προσφέρουν την περισυλλογή μπροστά σε μία ουτοπία ταξιδιάρικης φυγής που γίνεται ο κεντρικός άξονας του ντοκιμαντέρ, ξεφεύγοντας κατά πολύ από τους «περιορισμούς» του αριστοφανικού κειμένου. Οτιδήποτε έχει να κάνει με την ίδια την παράσταση φαντάζει ειρωνικό (όχι σε βαθμό χλευασμού) και κάπως «ασχολίαστο», αφημένο στην εκκεντρικότητα της θεατρινίστικης «εσωτερικότητας» που αγκομαχάει για να πει κάτι το διαφορετικό (η στιγμή που η κάμερα καταγράφει μέρος των ηθοποιών να… κρώζουν σε πρόβες, αναζητώντας την «φωνή» των πουλιών / ηρώων τους, θα μπορούσε να προέρχεται από αίθουσα… φρενοκομείου, προκαλώντας ένα μειδίαμα ελαφρώς αφοριστικό).
Τούτοι οι «Όρνιθες» μοιάζουν περισσότερο με έναν «ταξιδιωτικό οδηγό» απόδρασης προς απόμακρα μέρη δίχως την ανθρώπινη παρουσία (ίσως το καλύτερο είδος φυγής;), ξεκινώντας από την πολυσύχναστη Νέα Υόρκη και μία σεκάνς που οι γνώστες του σινεμά του Μακρίδη θα βρουν σπαρταριστή (ένας ορνιθολόγος ξεναγεί τουρίστες σε πάρκο, αλλά η κάμερα αντί να κάνει birdwatching, μας παρουσιάζει γήινες μορφές που αναπαύονται εκεί, σε διάφορες στάσεις και φάσεις). Από τα λιβάδια ηφαιστειακής λάβας στην Ισλανδία έως τα υψίπεδα της Παταγονίας και τις πυραμίδες της Αιγύπτου, το ταξίδι γίνεται όλο και πιο abstract, αναζητώντας μικρές συμπαντικές στιγμές που κάνουν τα talking heads των καλλιτεχνών της παράστασης να μην μοιάζουν (πια) με «τουρίστες» της ίδιας διαδρομής. Συνδετικός κρίκος με τον σκελετό (βλέπε φυγή) του ντοκιμαντέρ γίνεται ο Στράτος, ένα μυστηριώδες «εξωτικό πουλί» που δεν σχετίζεται με την παράσταση, αλλά εκφράζει απόλυτα τις ιδέες που δείχνουν (μα, δεν είναι) σκόρπιες στους «Όρνιθες» του Μακρίδη. Ο Στράτος έκανε την απόδρασή του από τη νευρωσική (αν όχι και καταθλιπτική για πολλούς) τρέλα της ελληνικής (προφανώς) καθημερινότητας και «προσγειώθηκε» στην Παταγονία, όπου η κάμερα τον παρακολουθεί να περνά την ώρα του με δύο μικρά σκυλάκια ή να εξομολογείται κάτι σαν το νόημα της ζωής (ή και το όνειρο, αν θέλετε). Δίπλα σε έναν θυμόσοφο ερημίτη που συναντάμε τυχαία κάπου στην Ισλανδία, αυτές οι παρουσίες γίνονται οι ρεαλιστικοί πρωταγωνιστές της ταινίας, η αληθινή φωνή της.
Υπάρχουν μερικές μικρές, χαμένες ευκαιρίες στους «Όρνιθες». Για παράδειγμα, μία περισσότερο σεναριακή προσέγγιση στα πλάνα του road trip, που θα μπορούσε να «εμβολίζει» την αφήγηση σαν μικρού μήκους buddy movie, εντελώς άναρχα μέσα στο υπόλοιπο υλικό. Δεν μειώνει την αξία του ταξιδιού αυτό, φυσικά. Το φιλμικό αποτέλεσμα, αν και πραγματικά παράδοξο, σε έλκει να το ακολουθήσεις, να το παρατηρήσεις, να το σκεφτείς. Πέρα από τη σημασία των εικόνων, τη μελέτη πίσω από τούτο το «collage» που έγινε ταινία, υπάρχει και μία εξαιρετική δουλειά στην ηχητική μπάντα, στον τρόπο που το περιβάλλον συναντά τα μουσικά αποσπάσματα, και όλα μαζί ενώνονται γαλήνια. Οι κραυγές αναζήτησης του Έποπα ενίοτε παρενοχλούν (σαν ειρωνική υπενθύμιση του pretentious…), αλλά δεν αρκούν για να αποσπάσουν το μυαλό από το ουσιαστικό, «φευγάτο» concept αυτού του ντοκιμαντέρ, που κοιτάζει προς τα πάνω ονειροπολώντας μία άλλη ζωή, από ψηλά.