Ταινία δοσμένη μ’ ένα φαινομενικά «ουδέτερο» στιλ και με κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές, αποδείχτηκε η ταινία «Μήλα» του Χρήστου Νίκου, που ήδη μας έρχεται με διάφορα διεθνή βραβεία σε φεστιβάλ όπως αυτά του Δουβλίνου, του Ντένβερ και του Σικάγου. Με ξένους κριτικούς να βιαστούν να την τοποθετήσουν στο είδος του weird cinema του Λάνθιμου και της ομάδας του, όταν μάλιστα ο Νίκου διετέλεσε βοηθός του Λάνθιμου στον «Κυνόδοντα» (αν και η ταινία του Νίκου δείχνει να έχει περισσότερο συναίσθημα και να προσφέρει μια πιο αισιόδοξη λύση από τις ελληνικές ταινίες του μέντορά του).
Η ταινία εκτυλίσσεται σε μια Ελλάδα όπου, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, έχει ξεσπάσει μια πανδημία αμνησίας – ο Covid 19 δεν είναι μακριά. Με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να χάνουν ξαφνικά τη μνήμη τους (σε μια από τις πρώτες σκηνές βλέπουμε ένα άνθρωπο που μόλις έχει τρακάρει με το αυτοκίνητό του να κάθεται απορημένος έξω από αυτό και να επιμένει πως δεν έχει καμιά σχέση με το αυτοκίνητο). Τη φροντίδα των πλουσίων που χάνουν τη μνήμη τους αναλαμβάνουν οι δικοί τους, ενώ, αντίθετα, τους υπόλοιπους τους κλείνουν σε νοσοκομεία, όπου, με βάση ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, αρχίζουν να τους δημιουργούν μια νέα ταυτότητα.
Μια τέτοια ταυτότητα προσπαθούν να δώσουν και στον πρωταγωνιστή της ταινίας, τον Άρη (Άρης Σερβετάλης), ο οποίος ξυπνάει μια μέρα κι αρχίζει να κάνει διάφορα πράγματα, ασυνήθιστα από την προηγούμενη, οργανωμένη, συζυγική, όπως μαθαίνουμε αργότερα, ζωή του: ήδη από την πρώτη σκηνή τον βλέπουμε να κτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο, ενώ, στη συνέχεια, αγοράζει λουλούδια χωρίς να ξέρουμε ή να ξέρει ο ίδιος για ποιον και, λίγο μετά, ξυπνάει σε λεωφορείο χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται, απ’ όπου θα τον μεταφέρουν σε ειδικό νοσοκομείο όπου προσπαθούν να του δημιουργήσουν μια νέα ταυτότητα και μια καινούρια ζωή.
Έτσι αρχίζει η καινούρια πορεία για τον Άρη (με τον Άρη Σερβετάλη σ’ ένα ρόλο που δυστυχώς δεν τον αφήνει να εκφραστεί αρκετά – η μόνη βασικά σχέση με τους deadpan ρόλους που συναντάμε στον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου), στο καινούριο, άχαρο διαμέρισμα που του παρέχουν, και ο οποίος πρέπει ν’ ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σύμφωνα με ηχογραφημένες, αν και συχνά παράλογες, οδηγίες, να τραβάει φωτογραφίες με την πολαρόιντ για να δείχνει την πορεία του στους γιατρούς που τον φροντίζουν αλλά και για τη νέα του ταυτότητα που του ετοιμάζουν. Εμπειρίες που ταυτόχρονα μας αποκαλύπτουν την κενότητα μιας χωρίς σκοπό, ή διέξοδο, αποξενωμένης ζωής και που η «συμμαζεμένη», με ξεθωριασμένα χρώματα, φωτογραφία (σε φορμά 4:3) του Μπαρτόζ Σβιρνιάσκι τονίζει ακόμη περισσότερο.
Στη «νέα» του αυτή ζωή θα γνωρίσει και μια το ίδιο μ’ αυτόν αμνησιακή κοπέλα (στο σινεμά που πηγαίνουν), την Άννα, που προσπαθεί να ενταχθεί στο πρόγραμμα αποκατάστασης που προσφέρει το κράτος και να ανοίξει ένα καινούριο δρόμο στη νέα της ζωή – δυστυχώς σχέση που δεν αναπτύσσεται αρκετά. Με τα μήλα που αγοράζει στην αρχή της ταινίας και τρώει με απληστία ο Άρης (θα σταματήσει να τα τρώει όταν ο μανάβης του πει πως αυτά επαναφέρουν τη μνήμη), να χρησιμοποιούνται ως μεταφορά για την επαναφορά στην προηγούμενη ζωή, τις ομορφιές και τις απολαύσεις της. Με τον σκηνοθέτη να βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει, με μαύρο, αν και όχι πάντα, χιούμορ, για την ανάγκη της μνήμης, την απώλεια αλλά και γενικότερα τη ζωή και το θάνατο.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr