Ανεξήγητη πανδημία που προκαλεί απώλεια της μνήμης πλήττει τη χώρα. Ο Άρης είναι ένα από τα πολλά θύματά της και παλεύει να βρει ξανά τον εαυτό του σ’ ένα κέντρο αποκατάστασης. Αν δεν τα καταφέρει, θα πρέπει να μάθει να ζει με… καινούργια ταυτότητα.
Αν δεχθούμε την ύπαρξη του «Greek Weird Wave» (λάθος), τούτο εδώ το φιλμ επιχειρεί ένα κάποιου είδους restart προς κάτι το «νέο» (ξανά…) για το ελληνικό σινεμά. Κοιτάζοντάς το ψύχραιμα και προσεκτικά, όμως, δε σου αφήνει καμία εντύπωση καινούργιου στο μυαλό. Déjà vu σκέτο, δηλαδή. Και με υλικά που… κοντεύουν να μπαγιατέψουν! Από μια άλλη σκοπιά, το μοναδικό νέο που δοκιμάσαμε ή ζήσαμε σαν εμπειρία με τούτο το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Χρήστου Νίκου, ήταν το εξωφρενικό hype που το συνόδευσε. Φεστιβαλικές βραβεύσεις ανά τον κόσμο, θερμή υποστήριξη από την Κέιτ Μπλάνσετ που ανέλαβε χρέη executive producer (!), μέχρι και η επίσημη πρόταση της Ελλάδας για την κατηγορία του Όσκαρ καλύτερου διεθνούς φιλμ (δεν επέζησε ούτε της shortlist, πριν την τελική πεντάδα). Ενώ πρόκειται, απλά, για μία… πρώτη ταινία!
Τα «Μήλα» βασίζονται σ’ ένα ενδιαφέρον σεναριακό εύρημα (υπογράφει ο Νίκου και ο Σταύρος Ράπτης). Σε μια Αθήνα ακαθόριστης χρονικής περιόδου (αλλά σε φιλμικό πλαίσιο genre που φλερτάρει με το φανταστικό – ουχί και εικαστικά, δυστυχώς), μία ανεξήγητη πανδημία προκαλεί αμνησία σε τυχαίο ποσοστό των κατοίκων της. Εντελώς ξαφνικά, ξεχνάς ποιος είσαι, από πού έρχεσαι και που πας. Αν δεν έχεις ταυτότητα πάνω σου, καταλήγεις σε μία κλινική στην οποία τεστάρονται οι δυνατότητες της μνήμης σου κι αν δεν βρεθούν συγγενείς εκεί έξω, αποκτάς μια καινούργια ταυτότητα κι ένα δικό σου διαμέρισμα, στο οποίο λαμβάνεις καθημερινά φακέλους με «αποστολές» που όχι μόνο οφείλεις να φέρεις εις πέρας, αλλά και να πιστοποιούνται από μία φωτογραφία που πρέπει να τραβήξεις.
Κάπως έτσι, ο Άρης μετατρέπεται σε πολίτη «αγνώστων στοιχείων», που υποχρεώνεται να γίνει κάποιος «άλλος», γεμίζοντας ένα album με εικόνες που τράβηξε για να επιδείξει καλή διαγωγή στους εξεταστές / θεράποντες ιατρούς του. Σε μία προβολή του… «The Texas Chain Saw Massacre», θα συναντήσει την Άννα, μια κοπέλα που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνον. Μπορεί να ξυπνήσει μια κάποια ερωτική επιθυμία ανάμεσά τους;
Πέραν της (ωραίας) κεντρικής ιδέας (που το σατανικό timing της εμφάνισης μιας πανδημίας στην πραγματικότητα, ενίσχυσε το hype του έργου!), το σενάριο δεν αναπτύσσεται σε κάτι ουσιαστικότερο, στον τομέα της ιστορίας αποδεικνύεται λίγο, και από τη στιγμή που «καίει» (μόλις στο πρώτο ημίωρο, περίπου!) το twist του, οδηγείται σε αμηχανία προθέσεων. Υπήρχαν στιγμές που τα «Μήλα» μου έφερναν στο νου τις «Άλπεις» (2011) του Γιώργου Λάνθιμου (δεν θα το αναπτύξω, προς αποφυγήν spoilers), ενώ με κούρασαν αρκετά διάφορα στερεότυπα hipster-ισμού που εδώ και καιρό πλήττουν αισθητικά το σύγχρονο ελληνικό σινεμά: τα ίδια και τα ίδια σε εξωτερικά locations του κέντρου της πόλης, «παλιακό» production design με vintage έπιπλα, κατοικίες και χρηστικά αντικείμενα, κι αυτό το (άνευ λόγου) «τετράγωνο» frame που από μόδα «αναζήτησης» έχει καταντήσει μόνιμη συντροφιά της κάθε φιλμικής «παραξενιάς» στο παγκόσμιο σινεμά. Η παρουσία του Άρη Σερβετάλη δεν βοηθά (θα γίνω… «κακός» αν πω ότι ο ηθοποιός ταυτίστηκε με «weird» ρόλους από εποχής της «Κινέττας» του Λάνθιμου, άρα μέχρι κι εδώ «μπάζει» το «νέο»;), καθώς το μη σκηνοθετημένο, «ψυχρό» και απαθές βλέμμα του δεν υποστηρίζει χαρακτήρα αλλά περιφερόμενη «μάσκα» (που ξεχνά ότι κάπου υπάρχει κι εκείνο το twist…).
Το άδοξο φινάλε, ατυχώς, αφαιρεί επιπλέον πόντους από τα «Μήλα». Η σκέψη και η αίσθηση ότι υπάρχει μία υποσχόμενη ματιά πίσω από τούτο το έργο θα σε ακολουθεί καθώς θα βγαίνεις από το σινεμά, όμως ο Νίκου πρέπει να απομακρυνθεί από το… «κάπου το ‘χω ξαναδεί» και ν’ αναζητήσει μία πιο αυθεντικά δική του ταυτότητα εικονοκλάστη, ειδικότερα εάν έχει και άλλες σεναριακές ιδέες για κάτι το καινούργιο στο μέλλον.