Όπως όταν ένα συγκρότημα κυκλοφορεί ένα εξαιρετικό ντεμπούτο και στον επόμενο δίσκο καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό του, έτσι και στο σινεμά τρόμου το σίκουελ ενός καθηλωτικού horror movie καλείται να ανταποκριθεί σε αντίστοιχα υψηλές προσδοκίες. Στην ιστορία του κινηματογράφου λίγοι τα έχουν καταφέρει, με το φρενήρες «Evil Dead 2» να βρίσκεται στην κορυφή. Πλέον, στη λίστα με τις πιο τίμιες και αξιέπαινες συνέχειες, μπορεί να μπει και η δεύτερη ταινία του Τζον Κραζίνσκι. Μετά το αποστομωτικό φινάλε του «Ένα Ήσυχο Μέρος» και την αναπάντεχα μεγάλη επιτυχία στο box office, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός βρίσκεται –ως επί το πλείστον– πίσω από την κάμερα, με την Έμιλι Μπλαντ να κρατά τα ερμηνευτικά ηνία. Στο ρόλο της τραυματισμένης μητέρας της οικογένειας Άμποτ που καλείται να προστατεύσει τα παιδιά της από τα δολοφονικά υπερηχητικά τέρατα, ο χαρακτήρας της Μπλαντ παίρνει υποχρεωτικά μέρος σε μια άνιση μάχη, αναζητώντας ταυτόχρονα τους απαραίτητους συμμάχους.
Χωρίς το στοιχείο της έκπληξης αυτήν τη φορά και παρά την αναμενόμενη πλοκή, ο Κραζίνσκι, σαν καλός μαθητής του Στίβεν Σπίλμπεργκ, διατηρεί επικεντρωμένη την προσοχή στους (οικογενειακούς) δεσμούς της ομάδας, ενώ παράλληλα αποδεικνύεται δεξιοτέχνης της αγωνίας. Η δράση κατακερματίζεται ισόποσα μεταξύ των ηρώων, επιτρέποντας έτσι στο αγχωτικό παράλληλο μοντάζ να κάνει ανατριχιαστικά καλά τη δουλειά του, την ώρα που το σεναριακό τρικ του ψιθύρου που οδηγεί στο θάνατο εξακολουθεί να σφίγγει το στομάχι. Μια από τις μετρημένες, αλλά εύστοχες, καινοτομίες του Κραζίνσκι αφορά την ανάπτυξη του χαρακτήρα των δύο παιδιών (Μίλισεντ Σίμοντς, Νόα Τζουπ), οι οποίοι δεν περιορίζονται σε ένα παθητικό ρόλο. Φέρουν προσωπικές πλην άρρητες πληγές, σωματικά όσο και συναισθηματικά, γεγονός που τους κινητοποιεί να διεκδικήσουν μερίδιο στην προστασία των οικείων τους. Τότε βιώνουν και τους πρώτους πόνους ενηλικίωσης, όταν η επιβεβλημένη αυτονόμηση εξισώνεται με το ακραίο ρίσκο της αιφνίδιας απώλειας. Σε αυτό το σημείο η δράση αποκτά διαστάσεις περιπετειώδους θρίλερ, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία να αναδειχθεί η ψυχολογική φθορά που έχει επιφέρει στους επιζώντες η παρατεταμένη στέρηση στοιχειώδους ανθρώπινης συναναστροφής.
Για αυτό, βλέποντας την ταινία (με μάσκα) είναι αναπόφευκτο να φανερωθούν οι βιωματικοί παράλληλοι με την πανδημία. Τόσο σημειολογικά (κουτί πρώτων βοηθειών Johnson & Johnson, φιάλες οξυγόνου ζωτικής σημασίας, φόβος κοντινής επαφής με αγνώστους) όσο και μεταφορικά. Έπειτα από ένα φλασμπάκ που προσφέρει μια δυνατή γεύση ζωής πριν ισοπεδωθούν τα πάντα, οι πρωταγωνιστές έχουν αποδεχθεί τη μη αναστρέψιμη συνθήκη της κατάστασής τους και όποια σκέψη κανονικότητας μοιάζει πια με... επιστημονική φαντασία. Τότε ο αγώνας που απομένει είναι αυτός της επιβίωσης, με διακύβευμα ο άνθρωπος να μη μοιάσει στο τέρας.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama