Τυπάκος που εμπορεύεται «χόρτο» για κάνα χαρτζιλίκι ζητά καταφύγιο στο διαμέρισμα της αδελφής του, για ν’ αποφύγει πιθανή σύλληψη κατόπιν «κόμπλας» με τους γείτονες της πολυκατοικίας του. Εκείνη, όμως, συζεί με βετεράνο μπράβο της νύχτας. Θα «κάτσει» καλά η συγκατοίκηση;
Υπάρχει φέτος μια ελληνική ταινία που έχει δημιουργηθεί έξω από παρεάκια και κυκλώματα. Γιατί υπήρχε η καύλα. Και το αποτέλεσμα εκπλήσσει με τον επαγγελματισμό του, πόσω μάλλον όταν μοιάζει να στήθηκε σαν ένα «εργόχειρο» φτηνό, από αυτά που ενίοτε «κατα-δικάζονται» (κυρίως από την κριτική) με τον προσδιορισμό της b-movie. Έτσι κι αλλιώς, όμως, από εκεί προέρχεται ο Φωκίωνας Μπόγρης, ο οποίος επιστρέφει μετά από μεγάλη απουσία (την «Κάθαρση» του 2009), πιο κινηματογραφικός από ποτέ.
Το «Πρόστιμο» είναι η δεύτερη fiction ταινία μεγάλου μήκους του Μπόγρη και κινείται στο πλαίσιο ενός είδους «καλτίλας» με crime σκηνικά κι εκείνο το «δεύτερο», το «μπασκλάς» κοινωνικό στρώμα ηρώων, που το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη έχει κατηγοριοποιήσει στην ελληνική φιλμογραφία εδώ και δύο δεκαετίες σχεδόν. Εκ πρώτης όψεως, τα χαρακτηριστικά και τα στερεότυπα εκείνου τα συναντάμε κι εδώ, όμως, ακόμη κι αν ο Μπόγρης διαχειρίζεται άπειρες από τις φάτσες της περσινής «Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς» (σε ένα από τα καλύτερα casting που έχουμε δει σε ελληνική ταινία εδώ και καιρό!), η αίσθηση και ο τόνος του φιλμ διαφοροποιούνται και απομακρύνουν το σκεπτικό της σύγκρισης.
Ο Βαγγέλης, άνεργος τυπάκος της διπλανής πόρτας, απομεινάρι της γενιάς των ravers που έφαγε «πόρτα» από την πραγματικότητα, πουλάει «χόρτο» για τα προς το ζην κι ακόμη ελπίζει να του κάτσει μια μόνιμη, σωστή δουλειά. Να γίνει απλά… κανονικός, δηλαδή. Με βεβαρημένο ποινικό μητρώο για εμπορία και κατοχή, όμως, αυτό δεν προβλέπεται να συμβεί ποτέ (αντίο θεσούλα στο αεροδρόμιο, έστω και στις αποσκευές…). Υποψιασμένος ότι οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας θα τον «καρφώσουν» στους μπάτσους, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο διαμέρισμα της αδελφής του, η οποία εσχάτως συζεί με τον Πέτρο, σχεδόν βετεράνο της «πιάτσας» που σήμερα τη βγάζει με μικροκομπίνες και «προστασία» στα νότια προάστια. Ο τελευταίος θα χώσει τον Βαγγέλη σε (υποτίθεται) πιο προσοδοφόρα κόλπα, αν κι εκείνος δεν δείχνει να το ‘χει μέσα του. Το μεγάλο «σχολείο της ζωής» μας προετοιμάζει για «στράβωμα»…
Τίμια σε άποψη, στακάτα πλάνα χωρίς «μπιχλιμπίδια» στη ματιά, tempo που δεν «τρέχει» αλλά σε κρατάει (και ίσως ήθελε λίγο πιο έντονο νεύρο στο δεύτερο μέρος του φιλμ, το οποίο ενεργοποιείται συμβολικά με τη σκηνή της τσάντας με τα χρήματα που πρέπει να παραδώσει ο Βαγγέλης στον πατέρα του Πέτρου), πραγματικά δυνατές και συνολικά σωστά «ενορχηστρωμένες» ερμηνείες και ιστορία που δεν ταυτίζεται με ένα κάποιο «λουμπεναριό» υποκόσμου, αλλά μ’ εκείνο το πιο λαϊκό δείγμα της ράτσας μας που αγκομαχάει να ζήσει και να κρατηθεί πάνω από την επιφάνεια της γης, είναι στοιχεία που μετράνε θετικά στο «Πρόστιμο».
Ο Μπόγρης στήνει έναν φιλμικό κόσμο που δεν ταυτίζεται με τη μίρλα της κοινωνίας, δεν φωνασκεί για να φανεί «διαφορετικός», δεν μεγαλοστομεί γενικά. Υπάρχει. Και αναζητά τον τρόπο να υπάρχει, όσο πιο ασφαλώς γίνεται, για να προσγειωθεί κάποτε στην «κανονικότητα», με την ίδια ψυχή αλλά με αλλιώτικο «ένδυμα». Εκεί, στην κοινωνική του τοποθέτηση, είναι που το έργο «καθαρίζει» και βασίζει τη δυναμική του, χωρίς συμβάσεις και «ορθότητες» στη γλώσσα που χρησιμοποιεί (ειδικά απέναντι σε φύλα και σεξουαλικό προσανατολισμό). Η ανάγκη να ειπωθεί μια ιστορία, η φυσικότητα των διαλόγων και η αμεσότητα στο παίξιμο των ηθοποιών είναι τα δεδομένα του Μπόγρη, το νοιάξιμό του γι’ αυτό που θέλει να καταθέσει φιλμικά. Από το αξιοπρόσεκτο επιτελείο του καστ, ασχέτως χρόνου παρουσίας και σημαντικότητας ρόλου, οι μπροστάρηδες Βαγγέλης Ευαγγελινός και Στάθης Σταμουλακάτος λειτουργούν σαν ερμηνευτικά «αντίβαρα» που κάνουν τα δρώμενα τόσο αληθοφανή, από τις πιο χαβαλετζίδικες στιγμές τους έως την έκρηξη μιας υποβόσκουσας βίας που σέρνεται σαν σασπένς κάτω από την επιφάνεια του έργου.
Το φινάλε μπορεί να φαίνεται λίγο αμήχανο, δίχως λύτρωση ή λογαριασμούς που έκλεισαν πραγματικά. Αλλά το πλάνο του Βαγγέλη πίσω από έναν φράχτη από συρματόπλεγμα περνάει τη σημειολογία του, αφήνει στο μυαλό μεταφορές για το μέλλον αυτού του ανθρώπου, για έναν ακόμη μικρό «εγκλωβισμό» που η ζωή (θα) πολλαπλασιάζει σταδιακά. Αδιάκοπα. Αυτό κι αν δείχνει πως ο Μπόγρης ωρίμασε.