Μενού

TATAMI - Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ - Νίκος Παλάτος

Trailer

Ιρανή αθλήτρια που συμμετέχει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα judo λαμβάνει τελεσίγραφο από την Κυβέρνηση της χώρας της ν’ αποσυρθεί από τους αγώνες, προκειμένου να εκλείψει η πιθανότητα να βρεθεί αντιμέτωπη με Ισραηλινή judoka. Εκείνη, όμως, θέλει πάση θυσία το χρυσό μετάλλιο.

Το «Τατάμι» είναι γυρισμένο σε ύφος που παραπέμπει στα ασπρόμαυρα πυγμαχικά δράματα του αμερικανικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’40, όπως τα «Φλογισμένα Πάθη» (1949) και τα «Βασανισμένα Κορμιά» (1949). Το στόρι είναι εμπνευσμένο από την αληθινή περίπτωση του Ιρανού judoka Σαΐντ Μολαέι, ο οποίος προ του κινδύνου να τεθεί αντιμέτωπος με τον Ισραηλινό αθλητή Σάγκι Μούκι στον τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος του 2019 στο Τόκιο, εκβιάστηκε από την ιρανική Κυβέρνηση να χάσει επίτηδες στον ημιτελικό αγώνα. Το φιλμ αποτελεί το πρώτο στα χρονικά που συν-σκηνοθετήθηκε από auteur γεννημένους στο Ισραήλ και το Ιράν (Γκι Νατίβ και Ζαρ Αμίρ-Εμπραχιμί, αντίστοιχα), ρίχνοντας θεμέλια ίσων αποστάσεων στην εκατέρωθεν κριτική των δύο καθεστώτων. Όλα αυτά ακούγονται υπέροχα, όμως, το καίριο τελευταίο… ατυχώς δε συμβαίνει σε καμία περίπτωση. Τα κεφάλαια που έπεσαν στην παραγωγή ήταν βασικά ισραηλινής προέλευσης, ως εκ τούτου η όποια διάθεση ισότιμης αξιολόγησης δράσης και αντίδρασης ενός υπαγορευμένου μποϊκοτάζ μάλλον χάθηκε… στη μετάφραση.

Στο παγκόσμιο πρωτάθλημα judo που διεξάγεται στην Τιφλίδα, η Λεϊλά Χοσεϊνί βρίσκεται σε εξαιρετική φόρμα προχωρώντας με νίκες στη διοργάνωση, οι οποίες της δημιουργούν βάσιμες ελπίδες διεκδίκησης του χρυσού μεταλλίου. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν η προπονήτριά της και παλιά δόξα του αθλήματος λαμβάνει τηλεφωνική κλήση από τον Υπουργό Αθλητισμού του Ιράν, ο οποίος τη διατάζει ν’ αποσύρει την αθλήτριά της από τους αγώνες διότι στη γωνία παραμονεύει… το Ισραήλ. Το δίλημμα που δημιουργείται στη Λεϊλά είναι βάναυσο: ν’ αποσυρθεί, χάνοντας μια μοναδική ευκαιρία διάκρισης ή να συνεχίσει θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια και την οικογένειά της; Η απόφασή της ανοίγει τις πύλες της κολάσεως για όλα τα (ιρανικά) εμπλεκόμενα μέρη, υποκινώντας ένα παιχνίδι γάτας και ποντικιού εντός και εκτός tatami. Η προσωπική δόξα μπαίνει σταδιακά σε δεύτερο πλάνο, καθώς αυτό που η Λεϊλά επιθυμεί είναι να εκθέσει τις πρακτικές ενός αυταρχικού συστήματος, αψηφώντας το όποιο τίμημα που πρόκειται να κληθεί να πληρώσει. Στην πράξη, εν τούτοις, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να συμβεί, όση διάθεση για πάλη (#diplhs) και να διαθέτεις.

Ως αθλητικό δράμα, το «Τατάμι» είναι θαυμάσια ενορχηστρωμένο, πλάθοντας έναν βασικό χαρακτήρα για τον οποίο ως θεατής νοιάζεται για το τι θα του συμβεί. Υπάρχει ένταση (ακόμα και θριλερικού τύπου!), ιδρώτας και αγωνία στους πολλούς αγώνες που η Λεϊλά δίνει στον δρόμο προς την κορυφή, όσο κι αν κάπου υποψιάζεσαι ποια θα είναι η πορεία των πραγμάτων ή αντιλαμβάνεσαι πως το περιρρέον φτωχό σκηνικό μάλλον δεν είναι αντάξιο κοτζάμ παγκοσμίου πρωταθλήματος. Η σχέση προπονήτριας και αθλήτριας τίθεται υπό αληθοφανές περίβλημα, λαμβάνοντας υπόψη τις πιέσεις που αμφότερες δέχονται, με το αυτό να συμβαίνει με την προσεκτική (στα όρια της διπλωματικής) αντιμετώπιση του θέματος από πλευράς Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Τζούντο. Η επιλογή, δε, του μοδάτου και χιλιοταλαιπωρημένου στις μέρες μας academy ratio, κρίνεται εν προκειμένω πετυχημένη, λειτουργώντας ακόμα και ως φόρος τιμής στο ένδοξο ασπρόμαυρο παρελθόν του sports drama genre.

Το μεγάλο πρόβλημα του «Τατάμι», όμως, είναι η πολιτική διάσταση της ιστορίας που πραγματεύεται. Το σκηνοθετικό δίδυμο του φιλμ δείχνει μια άνεση στο να καυτηριάσει (ορθά) την απογοήτευση και την καταπίεση των εκφοβισμένων Ιρανών αθλητών από ένα καθεστώς το οποίο εν πολλοίς υπαγορεύει τη συμπεριφορά τους (συμπεριλαμβανομένου του εξαναγκασμού των γυναικών να φορούν μαντίλα ακόμη και όταν αγωνίζονται!), εκθέτοντας παράλληλα τον τρόμο με τον οποίο οι πολίτες του Ιράν αντιμετωπίζουν την «Ισλαμική Δημοκρατία». Η τελευταία παράμετρος, βέβαια, εμπεριέχει το στοιχείο της υπερβολής για το φιλμ, μιας και είναι κάπως δύσκολο να γίνει πιστευτό πως όλα όσα διαδραματίζονται στην οθόνη (σε Γεωργία και Ιράν) μπορούν πράγματι να συμβούν εντός ενός εικοσιτετράωρου (στο πλαίσιο μιας καταγγελτικής μυθοπλαστικής προσέγγισης, όμως, το αντιπαρέρχομαι).

Εκείνο που δεν αντιπαρέρχομαι είναι η παθητική στάση του σκηνοθετικού ντουέτου έναντι των αιτιών που οδηγούν την ιρανική (εν προκειμένω) Κυβέρνηση να μην επιθυμεί επ’ ουδενί το συναπάντημα με Ισραηλινούς αθλητές (υπάρχουν διαχρονικά δεκάδες παραδείγματα αντίστοιχου αθλητικού μποϊκοτάζ από εκπροσώπους μουσουλμανικών χωρών έναντι του Ισραήλ σε αθλητικές διοργανώσεις, που δείχνει πως μάλλον… κάτι τρέχει). Αντιλαμβανόμαστε, φυσικά, πως ο λόγος για τον οποίο ο αθλητισμός μπλέκει στις περιπτώσεις αυτές με την πολιτική είναι το ζήτημα της Παλαιστίνης, όμως, αν κάποιος θεατής δεν το γνωρίζει, τότε θα μείνει με την απορία για… τη μύγα που τσίμπησε τους Ιρανούς κι έχουν πάθει τέτοιο κόλλημα με τους Ισραηλινούς. Πόσω μάλλον όταν η (άθελά της) «πέτρα του σκανδάλου» συναθλήτρια (και φίλη) της Λεϊλά από το Ισραήλ διατηρεί (σταθερά στο φιλμ) τον ανύπαρκτο ρόλο της… μουγκής!

Τα δεκάδες ηθικά (και όχι μόνο) ζητήματα που προκύπτουν από την εμπλοκή του αθλητικού πνεύματος με την προσωπική βούληση, τον φονταμενταλισμό και τη συνεχιζόμενη γενοκτονία τίθενται υπό μονόπλευρης αντιμετώπισης, που στουκάρει τόσο με τη σκηνοθετική σύμπραξη του φιλμ, όσο και με τη σημερινή πραγματικότητα. Η επιδερμικότητα της προσέγγισης θυμίζει προπαγανδιστικά ψυχροπολεμικά φιλμ, όπου οι «δικές μας» Κυβερνήσεις (της Δύσης, δηλαδή) είναι πάντα οι καλές και ανοιχτόμυαλες, ενώ οι κομμουνιστικές… οι κακές. Κι επειδή από κομμουνισμό… γιοκ, οι θύτες (πλέον) της καταπίεσης και όλων των δεινών είναι αποκλειστικά και μόνο (οι) μουσουλμάνοι. Ακόμη και στον αθλητισμό.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ως προς το ύφος κινηματογράφησης, το «Τατάμι» διαφέρει εντελώς από ανάλογα δείγματα του ιρανικού κινηματογράφου, όπως λόγου χάρη το «Offside» (2006) του Τζαφάρ Παναχί, διαθέτοντας αέρα φρεσκάδας. Η πολιτική προσέγγιση του θέματός του, όμως, γέρνει μονόπαντα, δείχνοντας πως ο Γκι Νατίβ του αμφιλεγόμενου βιογραφικού «Golda» (2023) πήρε το πάνω χέρι έναντι της Ζαρ Αμίρ-Εμπραχιμί της τολμηρής «Ιερής Αράχνης» (2022). Οι φίλοι του art-house αξίζει να το έχουν υπόψη τους για να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι τα προαναφερθέντα. Το όλο στυλ και ο ρυθμός του δεν το καθιστούν ακατάλληλο για τους υπόλοιπους, όμως, ο συνδυασμός ασπρόμαυρου και ιρανοϊσραηλινού δεν νομίζω πως θα γοητεύσει τους multiplex-άδες.

Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr

Smart Search Module