Η ταινία «The Substance» , σκηνοθετημένη από τη Γαλλίδα Κοραλί Φαργκ, επιχειρεί να συνδυάσει τον κοινωνικό σχολιασμό περί νεότητας και ομορφιάς με τον υπόγειο ρόλο της πατριαρχίας, μέσα από τον φακό του κινηματογραφικού τρόμου.
Το αποτέλεσμα αποδεικνύεται απογοητευτικό,
καθώς η ταινία χάνεται μέσα στις ακραίες εικόνες της,
θυσιάζοντας –στο βωμό του οπτικού σοκ-
την ανάπτυξη των χαρακτήρων και την εμβάθυνση των θεμάτων που θίγει.
Η εμμονή στις σωματικές παραμορφώσεις και στην ωμή απεικόνιση της φθοράς της ηλικίας, οδηγούν τελικά σε ένα άδειο θέαμα, που δύσκολα συγκινεί ή προκαλεί γνήσια σκέψη.
Η ιστορία ακολουθεί την Ελίζαμπεθ Σπαρκλ ( Ντέμι Μουρ), μια ηθοποιό που βλέπει την καριέρα της να καταρρέει, λόγω της προχωρημένης- για τα κινηματογραφικά δεδομένα- ηλικίας της. Σε μια ύστατη προσπάθεια να ανακτήσει τη χαμένη της λάμψη, ανακαλύπτει μια «θαυματουργή» ουσία που της επιτρέπει να δημιουργήσει ένα νεαρό αντίγραφο του εαυτού της, τη Σου (Μάργκαρετ Κουάλεϊ).
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Φαργκ μένει στο πρώτο επίπεδο αφήγησης, με τις εξωτερικές μεταμορφώσεις των χαρακτήρων, να δίνουν και να παίρνουν.
Η σχέση μεταξύ της Ελίζαμπεθ και της νεότερης εκδοχής της,
δεν εξελίσσεται πέρα από τις συμβατικές και προβλέψιμες αντιθέσεις που προκύπτουν από την αντιπαραβολή του γήρατος και της νεότητας.
Ο συμβολισμός της «θαυματουργής» ουσίας,
ως αλληγορία,
για τη σύγχρονη κοινωνική πίεση που υφίσταται οι γυναίκες να διατηρούν μια νεανική εμφάνιση,
αν και ορθά τοποθετείται σαν ιδέα, παραμένει στην οπτική του απεικόνιση επιφανειακός, εξαιτίας της επιμονής της δημιουργού να προκαλέσει απέχθεια με τις υπερβολικά ακραίες εικόνες, που επικαλύπτουν συμβολισμούς και θεματικές.
Η Ντέμι Μουρ, με την δυνατή της ερμηνεία της, μεταφέρει ολόκληρο τον εσωτερικό τρόμο και τη σπαρακτική ανασφάλεια μιας γυναίκας που μάχεται με τη δική της θνητότητα και την πίεση του Χόλιγουντ, να παραμένει αιώνια νέα. Εάν η ταινία θα συνεισφέρει κάτι θετικό, είναι ότι η Ντέμι Μουρ επαναφέρεται θριαμβευτικά στο προσκήνιο της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Ιάκωβος Γωγάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα screeneye.gr