Στις 6 Απριλίου 1993 ο γεννημένος στο Ζαΐρ 17χρονος Μακομέ Μ'Μποβολέ δολοφονείται εξ επαφής από αστυνομικό σε τμήμα του Παρισιού, όταν το όπλο του τελευταίου εκπυρσοκροτεί κατά τη διάρκεια της ανάκρισης του ανήλικου, ο οποίος έχει δεμένα τα χέρια του με χειροπέδες σε καλοριφέρ. Την ίδια μέρα ο Ματιέ Κασοβίτς έγραψε το «Μίσος». Στη Γαλλία των ‘90s, όπου η ανεργία κάλπαζε και ο δηλητηριώδης εθνικισμός του Εθνικού Μετώπου γνώριζε ανανεωμένη δημοτικότητα, τα περιστατικά αστυνομικής βίας διαδέχονταν το ένα το άλλο, έχοντας πάντα μια κοινή συνισταμένη· τα θύματα ήταν νεαρά, αλλοδαπής καταγωγής και ανήκαν σε χαμηλές κοινωνικές τάξεις.
Αυτά τα «εγκληματικά» χαρακτηριστικά φέρουν οι ήρωες του Κασοβίτς, δηλαδή η πολυεθνική παρέα τριών αντρών οι οποίοι συναντιούνται στη γειτονιά τους, στα παρισινά προάστια, μετά από ταραχές εξαιτίας του ξυλοδαρμού ενός φίλου τους από την αστυνομία. Ο Κασοβίτς αποτυπώνει με αφιλτράριστο ρεαλισμό το τεταμένο πνεύμα της εποχής, τοποθετώντας την κάμερα στα χέρια των μη προνομιούχων, ώστε να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία. Η κουλτούρα του δρόμου, το ψυχοφθόρο συναίσθημα του αδιέξοδου μέλλοντος, η αστική αποξένωση, η έλλειψη επικοινωνίας και κατ’ επέκταση η εγκλωβισμένη (αντρική) λίμπιντο γίνονται ένας εκρηκτικός συνδυασμός που πυρπολεί την καταπίεση που για χρόνια υπομένουν. Απ’ αυτήν τη φυλετική μάχη των τάξεων απουσιάζουν ηχηρά οι γυναίκες –φάουλ του Κασοβίτς που δεν περνά απαρατήρητο– ωστόσο εικοσιπέντε χρόνια μετά την πρεμιέρα της, η ταινία δεν έχει χάσει ίχνος της δύναμής της. Όχι μόνο γιατί σήμερα είναι νωπές οι αναμνήσεις άλλων τόσων παράλογων δολοφονιών (χρειάζεται να θυμίσουμε το όνομα του Τζορτζ Φλόιντ;), αλλά γιατί επιπλέον τα πράγματα δείχνουν ανησυχητικά ίδια.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama