Ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία αστυνομικού θρίλερ, τρόμου και φιλοσοφικής αναζήτησης.
Η ταινία ακολουθεί τον ντετέκτιβ Τακάμπε (Κότζι Γιακούσο), ο οποίος ερευνά μια σειρά από φόνους που φαίνονται να μην έχουν καμία άμεση σύνδεση μεταξύ τους, εκτός από το γεγονός ότι σε κάθε έγκλημα, ένα X χαράσσεται στο λαιμό του θύματος. Οι φόνοι διαπράττονται από διαφορετικά άτομα, που δεν έχουν καμία προφανή σχέση μεταξύ τους και δεν έχουν κανένα κίνητρο για να σκοτώσουν. Καθώς η έρευνα προχωρά, ο Τακάμπε ανακαλύπτει ότι οι δράστες έχουν έρθει σε επαφή με έναν μυστηριώδη νεαρό άντρα που τον λένε Μαμίγια (Μασάτο Χάγκιουαρα), ο οποίος φαίνεται να έχει την ικανότητα να υπνωτίζει κατά κάποιο τρόπο τους ανθρώπους, να υπονομεύει τη βούλησή τους και να τους οδηγεί να διαπράξουν φόνους χωρίς καν να το καταλαβαίνουν.
Η ταινία εξερευνά τον μηχανισμό του κακού, τη φύση της ταυτότητας και το υποσυνείδητο με την παρουσία του «κακού» Μαμίγια, να φαντάζει ως μια μυστηριώδης και σχεδόν υπερφυσική φιγούρα. Απέναντί του, ο ντετέκτιβ Τακάμπε είναι ένας άνθρωπος που ενώ βασανίζεται από την ασθένεια της συζύγου του προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο της ζωής του, κάτι που τελικά τον κάνει ράκος. Η σύγκρουσή τους, συμβολίζει τη μάχη μεταξύ της τάξης και του χάους, της λογικής και της παράνοιας.
Ο σκηνοθέτης Κιγιόσι Κουροσάουα χρησιμοποιεί αργό ρυθμό, ελάχιστη μουσική και αποξενωτικά πλάνα και δημιουργεί μια έντονη αίσθηση ανησυχίας και απόγνωσης, ενώ η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι βαριά, με σκηνές που μοιάζουν συχνά να αιωρούνται σε έναν κόσμο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Η αφήγηση -με την αβεβαιότητα να παίζει κεντρικό ρόλο- αφήνει πολλά κενά για να τα ερμηνεύσει το κοινό της ταινίας. Γεγονός που εντείνει το suspense και παράλληλα προσφέρει μια απαιτητική και φιλοσοφικά φορτισμένη εμπειρία, στην εξερεύνηση του τι μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να παραβιάσει τις ηθικές του αρχές και να διαπράξει τρομερά εγκλήματα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο «κακός» της ταινίας αποδομεί την ταυτότητα των χαρακτήρων, δείχνει πώς το Κακό μπορεί να έρθει μέσα από την χειραγώγηση και την έκθεση των βαθύτερων φόβων και επιθυμιών.
Η ταινία δεν προσφέρει απαντήσεις, αλλά αφήνει τον θεατή να αναρωτιέται για τη φύση της ανθρώπινης ψυχής, τη δυνατότητα της λύτρωσης και την αιώνια πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ από αυτά που δεν τα χάνεις και σου δίνουν τροφή για σκέψη.
Άγγελος Πολύδωρος
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στον ιστοσελίδα amarysia.gr