Ο Ντομ Κομπ (Λεονάρντο Ντι Κάπριο) είναι ένας επιδέξιος ληστής και άσσος στην επικίνδυνη τέχνη της εκμαίευσης: μπορεί να κλέψει πολύτιμα μυστικά από τα βάθη του υποσυνείδητου τη στιγμή που το θύμα του κοιμάται βαθιά και το πνεύμα του είναι πάρα πολύ ευάλωτο. Η σπάνια ικανότητα του Κομπ τον έχει καταστήσει πολύτιμο παίκτη στην επικίνδυνη σκακιέρα της εταιρικής αντικατασκοπείας, αλλά και διεθνή φυγά, αφαιρώντας του ό,τι έχει αγαπήσει στη ζωή του. Ο Κομπ όμως, δέχεται μια πρόταση που μπορεί να τον εξιλεώσει. Μια τελευταία δουλειά που μπορεί να του χαρίσει πίσω τη χαμένη του ζωή αρκεί να καταφέρει το αδύνατο – την γένεση (inception). O Κομπ και η ομάδα του που απαρτίζεται από ειδικούς πρέπει να καταφέρουν το αντίθετο απ' ό,τι έκαναν ως τώρα. Ο στόχος τους πλέον δεν είναι να κλέψουν μια ιδέα, αλλά να καλλιεργήσουν μια καινούργια. Αν τα καταφέρουν, θα σκηνοθετήσουν το τέλειο έγκλημα. Όμως, κανένας σχεδιασμός δεν είναι αρκετά προσεκτικός ούτε οι ικανότητές τους μπορούν να διασφαλίσουν ότι θα ξεφύγουν από τον πιο επικίνδυνο εχθρό τους, που δείχνει να μπορεί να προβλέψει κάθε τους κίνησή. Έναν εχθρό που μόνο ο Κομπ θα μπορούσε να προβλέψει.
Αναγγέλθηκε ως το φιλμ της δεκαετίας, το «Empire» το αποθέωσε, οι Αμερικανοί κριτικοί ξετρελάθηκαν, το κοινό έκανε ουρές, τα εισιτήρια στην Ελλάδα έφτασαν τα 150.000 και στις ΗΠΑ οι εισπράξεις ξεπέρασαν τα 270 εκατομμύρια δολάρια, κι έτσι, έχοντας χάσει τη δημοσιογραφική προβολή στην Αθήνα, πήγα να το δω, εν μέσω διακοπών στα Χανιά, ακριβώς 10 χρόνια πριν, εικικρινώς κουρασμένος από τα κόμικ, τα σίκουελ, τα παιδικά, τις κωμωδίες και τις κομεντίελπίζοντας να γίνω μάρτυρας του του επόμενου βήματος για ένα ψυχαγωγικό σινεμά για σκεπτόμενους ενήλικες- κι ακόμη παραπέρα. Η αλήθεια είναι πως δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου στα 142 λεπτά ασταμάτητης δράσης ούτε μια στιγμή, κάτι που είχει να μου συμβεί χρόνια. Το Inception (θα μπορούσε να είχε μεταφραστεί ως Απαρχή ή Εκκίνηση) δεν είναι ονειρώδες αλλά ονειρικό, δηλαδή συλλαμβάνει το αντίθετο της πραγματικότητας, και μάλιστα με όρους ρεαλιστικούς. Εκεί που το Matrix, με τη μανιχαϊστική του φιλοσοφία, διαχώριζε την πραγματική από την παράλληλη δράση, το Inception τη θεωρεί a priori έναν ανοιχτό λογαριασμό, μια διαπλεκόμενη υπόθεση όπου οι ραφές δεν ξεχωρίζουν, στη σισσύφεια μάχη του Κομπ (Ντι Κάπριο, ο φυγόδικος συλλέκτης ονείρων που προσπαθεί να φυτέψει μια ιδέα σε κάποιον, για να δει τα παιδιά του στην Αμερική) με τον κόσμο που έχει βοηθήσει να επινοηθεί. Πρόκειται σαφώς για μια κατασκευή: ο Νόλαν έστησε μια περίτεχνη φάκα με μεθυστικούς τεχνικούς προσδιορισμούς, ειδικό λεξιλόγιο και πολλά επίπεδα, σαν ένα κτίριο που προσκαλεί τους δράστες (ηθοποιούς και θεατές) να το διαρρήξουν, για να το αποκρυπτογραφήσουν, αν θέλουν να το κατεδαφίσουν.
Το ιδιότυπο σύμπαν του Κιούμπρικ και τα συμμετρικά σλάλομ του Τζέιμς Μποντ είναι οι εμφανείς επιρροές στο οπτικό δράμα και την εμβόλιμη περιπέτεια αντίστοιχα- και φυσικά ο Χίτσκοκ, στον τομέα της εμμονής του Κομπ με τη νεκρή σύζυγο παρεισφρέει, μαζί με την αγωνιώδη μουσική του Χανς Τσίμερ. Το συναισθηματικό κομμάτι χωλαίνει. Αιχμή της ζητούμενης αν και δυσπρόσιτης συγκίνησης είναι η σύζυγος του Κομπ, η Μαλ, μια γυναίκα που αυτός βλέπει ως εφιάλτη, τον στοιχειώνει, τον μπερδεύει, τον κωλύει. Υπήρξε ή τη φαντάζεται; Με τη στέρεα λογική της ταινίας, υπήρξε. Με το βλέμμα να περιδιαβαίνει ανάμεσα στις γραμμές της ταινίας, μόνο το φινάλε είναι διφορούμενο. Το πρόβλημα είναι η έξαρση, ή μάλλον η απουσία της. Ο κόσμος των ονείρων είναι μια ανίερη συνουσία των εικόνων της καθημερινότητάς μας με τις πιο ανομολόγητες φαντασιώσεις μας. Είναι αχαρτογράφητος, ντελιριακός, τελείως πυρετώδης, προσωπικός, άρα υπερβατικός.
Η οργανωτική φύση του Νόλαν έρχεται σε ρήξη με το μύχιο σύμπαν της συνείδησης. Επομένως, η Μαριόν Κοτιγιάρ, η τραγική σύζυγος του Κομπ, είναι ένα θλιμμένο πρόσωπο μονής διάστασης, που φαντάζει κωδικοποιημένο στοιχείο σε ένα κανονισμένο σύμπαν. Ο Νόλαν την έχει φιξάρει, έχοντας αφαιμάξει τον πόθο και σημαντικό κομμάτι της καταγωγής της - αλήθεια, πού είναι το σεξ, το συγγενές με τον θάνατο, που προκαλεί κρύο ιδρώτα και καθηλώνει τις αισθήσεις; Ένα οπτικό παζλ με ενότητα χώρου, χρόνου και ήχου, που προκαλεί θαυμασμό και σεβασμό είναι το Inception. Δεν διαθέτει ακαριαία χτυπήματα, ανακοπές καρδιάς, οραματικά άλματα, μεταφορικά μιλώντας. Ασχολείται με μια ληστεία μέσα στα κοινά όνειρα του Κομπ και των συνεργατών του και οι κακοί που απειλούν παραείναι αναλώσιμοι και χάρτινοι για να είναι επικίνδυνοι. (Η κριτική του Άντονι Σκοτ στους «New York Times» υπερθεματίζει). Το κινηματογραφικό επίτευγμα του Νόλαν, σαν τις σκάλες του Έσερ και τα μνημεία της αισθητικής του 20ού αιώνα, φανερώνει έναν ψυχρό χαρακτήρα, παρόντα και στους δυο Batman του, όπου και πάλι ο ήρωας ήταν ένας βασανισμένος άνδρας, γεμάτος ενοχές, τύψεις και παραίτηση. Και στο Insomnia συνέβη το ίδιο, και στο Memento, την πιο πλήρη και ανθρώπινη ταινία του μέχρι το 2010, χάρη στον Γκάι Πιρς. Ο Λιντς και ο Ταρκόφσκι είναι οι αυθεντίες στην κρυφή ροϊκότητα της ψυχής. Ο Κιούμπρικ προσφέρει τον φιλοσοφικό πυρήνα σε πολλαπλές ερμηνείες - συγγενεύει με το Θείο, την υπέρτατη φρίκη, το μεγάλο μυστήριο.
Όσο για τον Χίτσκοκ, ο ερωτισμός και το χιούμορ του είναι άλλο ένα μυστήριο: πώς καταφέρνουν να εισχωρήσουν σε τόσο προμελετημένα ντεκουπαρισμένες ταινίες, με τέτοια πλοκή και λανθάνουσα ακαδημαϊκή υφή; Ο Νόλαν είναι μαέστρος στο αρχιτεκτονικό περίβλημα της ψυχής. Οι ταινίες του έχουν πάντα ένα ενδιαφέρον υπαρξιακό feel, αλλά δεν είναι υπαρξιακές μέχρι το κόκαλο. Δεν είναι λίγο πράγμα, βέβαια, αυτό που καταφέρνει, εκεί που η συντριπτική πλειοψηφία των filmmakers ξύνουν επιφάνειες και δοκιμάζουν λήψεις. Και η εμπορική του επιτυχία είναι ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα της σκέψης έναντι του ισοπεδωτικού παλιμπαιδισμού. Όσο για το αν το Inception είναι το επόμενο βήμα στο σινεμά, είχα γράψει τότε πως θα πρέπει να το ονειρευτώ για να δω τους σπόρους που μου έχει αφήσει. Ή θα καταρρεύσει, ή θα κατρακυλήσω στο τρίτο επίπεδο μαζί του. Βλέποντάς το τουλάχιστον δύο φορές από τότε, σιγουρεύτηκα πως δεν κατέρρευσε, αλλά μάλλον κατάφερε την ισορροπία διπλής κόψης που επιδίωκε εξ΄αρχής.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr