Ο Pierre Goldman (ένας εντυπωσιακός Arieh Worthalter) γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1944 στη Λυών, όντας τέκνο Πολωνοεβραίων, αντιστασιακών και κομμουνιστών. Το 1945, μετά από υποψίες για κατασκοπεία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης, η μητέρα του απελάθηκε από τη Γαλλία, και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Πολωνία. Ο Goldman έμεινε με τον πατέρα και τη μητριά του. Δέκα χρόνια αργότερα, ξαναείδε τη βιολογική του μητέρα κατά το πρώτο του ταξίδι στην Πολωνία. Ως παιδί είχε μια ταραγμένη πρώιμη ηλικία. Στο λύκειο τα πράγματα έγιναν πιο χαοτικά. Στην πρώτη τάξη ήταν ο υποκινητής σε μαθητική εξέγερση. Σπούδασε «κοινωνικές επιστήμες» στη Σορβόννη, και ήταν επικεφαλής του τομέα περιφρούρησης της «Ένωσης Κομμουνιστών Φοιτητών». Σε αυτή τη φάση περιγράφεται ως δραστήριος και πολύ μαχητικός, αλλά συγχρόνως είχε επανειλημμένα καταθλιπτικά επεισόδια, με αρκετές εισαγωγές σε ψυχιατρείο. Αφού κηρύσσεται ανυπότακτος από τον στρατό καταφεύγει στη μητέρα του στην Πολωνία. Αναπληρώνει τον χαμένο χρόνο μένοντας μαζί της, τη γνωρίζει ουσιαστικά. Ανακαλύπτει ότι παρά τη φτώχεια, τον σταλινισμό, τα γκούλαγκ, έμεινε πιστή στον εαυτό της: αγωνίστρια, επαναστάτρια στην ψυχή. Τον στοιχειώνει η ιστορία των γονιών του. Θέλει να τους μοιάσει. Να ξαναζήσει την ατμόσφαιρα της εξέγερσης, να νιώσει την περηφάνια, την τιμή να γίνει «εβραίος μαχητής».
Η μητέρα του τον συστήνει σε κουβανούς επαναστάτες. Πηγαίνει στην Αβάνα. Επιστρέφοντας στο Παρίσι συμμετέχει, από απόσταση, στα γεγονότα του Μάη του ‘68. Τα θεωρεί μόνο «μια κατά φαντασία κατάληψη της εξουσίας, παρωδία του αντάρτικου πόλης, όπου όλοι γυρίζουν σπίτι τους, αφού πετάξουν την πέτρα τους». Του γίνεται εμμονή η επιστροφή στη Λατινική Αμερική, και τον Ιούνιο του ‘68 ξαναφεύγει για τη Βενεζουέλα όπου εντάσσεται σε μια ένοπλη ομάδα έξι μαχητών. «Είναι η πιο ωραία περίοδος της ζωής μου. Η εκπαίδευση για τη μάχη, η συντροφικότητα, η ζωή στην παρανομία. Επιτέλους όλα όσα ονειρευόμουν», γράφει στο βιβλίο του. Επιστρέφει ξαφνικά στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο του ‘69, με δύο συντρόφους από την ένοπλη ομάδα του. Στο Παρίσι δεν κάνει τίποτα. Ούτε σπουδάζει, ούτε εργάζεται, αλλά πάντα θέλει να κάνει την επανάσταση. Αγοράζει όπλα, γράφει ένα εγχειρίδιο για το αντάρτικο πόλης. Οι παλιοί του φίλοι τον περιγράφουν ως αμφιρρεπή, ιδιοτελή και κυκλοθυμικό. Έχοντας περιπέσει σε πλήρη αδράνεια και απραξία, πραγματοποιεί ληστείες για να αποκτήσει τα «προς το ζην». Αυτό βέβαια είναι η χείριστη λύση για έναν επαναστάτη, που βλέπει να χάνεται σε μια δίνη από εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Τον Απρίλη του 1970 κατηγορείται για τέσσερις ένοπλες επιθέσεις, με αποτέλεσμα, στη μία από αυτές, τον θάνατο δύο φαρμακοποιών. Τον Δεκέμβρη του 1974, πρωτόδικα καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη, αλλά δηλώνει αθώος για την υπόθεση του φαρμακείου. Τον Οκτώβρη του 1975 κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Σκοτεινές αναμνήσεις ενός Εβραίου γεννημένου στη Γαλλία», το οποίο πουλά πάνω από 60.000 αντίτυπα, και ο ίδιος γίνεται το σύμβολο της «πνευματικής αριστεράς» (από τον Jean-Paul Sartre ως τη Simone Signoret). Τον Νοέμβριο του 1975, το ανώτατο δικαστήριο της Γαλλίας αναιρεί την πρώτη απόφαση και αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του ορκωτού κακουργιοδικείου της Αμιέν.
Στις 26 Απριλίου 1976 ξεκινά η νέα δίκη. Ο Georges Kiejman (έξοχος ο Arthur Harari), ένας εβραίος δικηγόρος, τον υπερασπίζεται πολύ μεθοδικά. Πολύ γρήγορα όμως η σχέση τους γίνεται τεταμένη -ο Goldman θεωρεί ότι ο καλύτερος συνήγορος του είναι ο εαυτός του. Αυτοί οι δυο άντρες ενσαρκώνουν τους δύο πόλους της ιστορίας. Ο Kiejman ενσωματωμένος στο σύστημα υπηρετεί τον «ορθό λόγο», τον μηχανισμό της δικαιοσύνης. Ο Goldman μισεί και πολεμά το σύστημα, εκπροσωπεί το «επαναστατικό πάθος», το πολιτικό ιδανικό, φθάνοντας στο σημείο να αποκαλεί τον συνήγορό του «μικροπρεπή Εβραίο του σαλονιού». Κι ενώ οι υπερασπιστικές τους γραμμές φαίνονται a priori ασυμβίβαστες, καταλήγουν να διασταυρώνονται διακριτικά στο λυκόφως της δίκης. Τα τελευταία λόγια του Goldman στη δίκη εκπλήσσουν με την ευστοχία τους: «Ελπίζω να μη σας φάνηκα δαιμονικός ή μακιαβελικός, επιδέξιος στην εξαπάτηση ή την προσποίηση… ή έχοντας κάνει χρήση σε απαράδεκτο βαθμό το φόβητρο μιας δικαστικής πλάνης διαπνεόμενης από τον ρατσισμό. Πιο απλά, δεν θα ήθελα να πει κανείς ότι φέρθηκα ως Εβραίος που ισχυρίστηκε πως οι μη Εβραίοι δεν δικαιούνται να πιστεύουν ότι ένας Εβραίος είναι δολοφόνος, και πως αν το πιστεύουν, είναι αντισημίτες».
Από τη πλευρά του ο Kiejman επιλέγει μια σοφή νομική τακτική: «Σε ποιον πρέπει να δοθεί το πλεονέκτημα της αμφιβολίας; Ένα κράτος δικαίου πρέπει να σέβεται τις αρχές του, θεμελιώδης από τις οποίες είναι το τεκμήριο της αθωότητας». Όμως δεν μένει εκεί. Παρά την αρχική του άρνηση, στις προτροπές του βοηθού του να χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα και τη δική του εβραϊκή καταγωγή, καταλήγει με μια έντονα συναισθηματική αποστροφή για να κερδίσει τους ενόρκους: «ο Pierre Goldman είναι καρπός μιας αληθινής τραγωδίας, πρώτα και κύρια. Της τραγωδίας του εβραϊκού λαού της Ανατολικής Ευρώπης… Ανήκει σε αυτή τη στενά δεμένη κοινότητα, όπως κι εγώ, των Πολωνοεβραίων, που είναι ενταγμένοι στη γαλλική κοινωνία, αλλά κρατούν από αυτή την καταγωγή, το ανήσυχο σκίρτημα και τις βαθιές πληγές… Σας το λέω μέσα από την καρδιά μου, δεν ξεπερνάς ποτέ τα παιδικά σου χρόνια».
Από τη πλευρά του ο εισαγγελέας (έξοχος ο Aurélien Chaussade) στην αγόρευση του έδωσε μαθήματα διαυγούς νομικής ανάλυσης: «Ο Pierre Goldman δεν είναι δολοφόνος. Θα μπορούσαμε όλοι να συμφωνήσουμε σ’ αυτό. Κι όμως… σκότωσε. Οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται είναι άσχετες με την πολιτική του δράση».
Όμως ακόμη και μετά την τελική ετυμηγορία των ενόρκων εξακολουθεί να αιωρείται το ερώτημα: αθώος ή ένοχος; Ο έμπειρος σκηνοθέτης Cédric Kahn δεν παίρνει θέση, ούτε επιδιώκει να εξωραΐσει τον Goldman, ούτε να τον κάνει συμπαθή. Τον δείχνει ως ένα δυσάρεστο άνθρωπο, μια παρορμητική και απρόβλεπτη φιγούρα που δημιουργεί προβοκάτσιες και αντεγκλήσεις, ένα ελεύθερο ηλεκτρόνιο αδύνατο να διαχειριστεί, ακόμη κι από εκείνους που αγωνίζονται υπέρ του. Ο Goldman καταγγέλλει τον υποκείμενο αντισημιτισμό, απορρίπτει τις κοινωνικές συμβάσεις και εκφράζει την περιφρόνησή του για την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Στέκεται σαν εξαγριωμένο θηρίο πάνω από τα πράγματα, πάνω από τη δικαιοσύνη, πάνω από την αστική Γαλλία. Κάποια στιγμή μάλιστα δηλώνει ότι είναι «αθώος γιατί είναι αθώος», μια οντολογική αθωότητα που δεν απαιτεί πλέον καμία απόδειξη. Δεν διαθέτει ισορροπία μεταξύ αυτοπεποίθησης και αλαζονείας. Δεν ξέρει κανείς αν αναζητά συμμάχους και συντρόφους ή θαυμαστές και θαυμάστριες. Μήπως η επανάστασή του ήταν απλώς μια ναρκισσιστική διαταραχή, μήπως η επίθεση στο σύστημα ήταν απλώς ένας υπερατομικισμός; Η ταινία εμβαθύνει στον ψυχισμό του, εξερευνώντας τα κίνητρα πίσω από τον ριζοσπαστισμό του και τους αγώνες του, με τις ενοχές και την ταυτότητα της εβραϊκής καταγωγής. Αυτή η ψυχολογική πολυπλοκότητα τον κάνει έναν συναρπαστικό χαρακτήρα που ενσαρκώνει τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις των μεγάλων επαναστατικών μορφών. Όπως είναι φυσικό, η πλειοψηφία του κοινού θα τείνει να είναι στο πλευρό του. Το κοινό δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τους «καλούς» χαρακτήρες αλλά με τους πιο διαφορετικούς και ενδιαφέροντες. Και ο Goldman είναι ένας από αυτούς. Ωστόσο ο εριστικός, επιθετικός χαρακτήρας του δεν συνιστά ποινικό αδίκημα, και φυσικά δεν τον καθιστά (απαραίτητα) δολοφόνο.
Ο Cédric Kahn δημιούργησε μια αριστουργηματική ταινία που κόβει την ανάσα και δεν αφήνει τον θεατή να πάρει τα μάτια του από την οθόνη από την αρχή ως το τέλος. Επιλέγει μια σκηνοθεσία που είναι διαλεκτική, βάζει τη μια θέση δίπλα στην άλλη, μεταφέρει την πολυπλοκότητα των νομικών ζητημάτων, χωρίς όμως να χάνεται σε διαδικαστικές λεπτομέρειες. Χάρη στο ρευστό μοντάζ, η δράση δεν σταματά ποτέ, μέσα από το καδράρισμα, την επιλογή γωνιών και την εστίασή του αμφισβητεί τους χαρακτήρες, πολλαπλασιάζοντας τις προοπτικές της αλήθειας. Άλλωστε τα επιχειρήματα της αθωότητάς του ή της ενοχής του κατηγορούμενου μοιάζουν να βασίζονται στους ίδιους λόγους: τι ενσαρκώνει και τι είναι. Ένας αριστερός διανοούμενος, από την πρώτη γενιά των μεταπολεμικών Γάλλων Εβραίων που μεγάλωσε σε μια Γαλλία, όπου οι Πεταινιστές και οι αγωνιστές της αντίστασης έπρεπε να μάθουν να συνυπάρχουν.
Η «Υπόθεση Goldman» αποτελεί ένα αίνιγμα, ένα παζλ στο οποίο ο καθένας έχει τους λόγους του, ενεργώντας στην υπηρεσία ενός συμφέροντος που πιστεύει ότι είναι δίκαιο. Ο Pierre Goldman δολοφονήθηκε μυστηριωδώς το 1979, ενώ δεν βρέθηκε ποτέ ο δολοφόνος των φαρμακοποιών. Πραγματικά αξιοπερίεργο να παραμένουν ανεξιχνίαστα δυο εγκλήματα με τέτοια βαρύνουσα σημασία για την κοινή γνώμη. Μήπως κάποιοι αποφάσισαν να απονείμουν τη δική τους «ποιητική» δικαιοσύνη;
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr