Η επιτυχία του Ringu (1998) του Hideo Nakata πυροδότησε διεθνές ενδιαφέρον για τις τότε νέες ιαπωνικές ταινίες τρόμου, που έγιναν γνωστές με την ετικέτα «J-Horror». Το «Cure» (1997) του Kiyoshi Kurosawa -δεν έχει καμία σχέση με τον Akira- ανήκει σε αυτό το υποείδος,συνδυάζοντας στοιχεία εγκληματικού δράματος με μια βαθιά εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας.
Ο πρωταγωνιστής, ντετέκτιβ Takabe (Koji Yakusho) προσπαθεί απεγνωσμένα να λύσει μια σειρά από φόνους, όπου προηγουμένως καλοήθεις άνθρωποι σκοτώνουν με τον ίδιο φρικτό τρόπο, χαράσσοντας μεγάλα «Χ» στον λαιμό και το στήθος των θυμάτων τους. Τα εγκλήματα φαίνονται να μην έχουν κίνητρο, οι δολοφόνοι δεν κάνουν καμία προσπάθεια φυγής και οι δολοφονίες φαίνονται να είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους. Ο Takabe διαπιστώνει ότι τουλάχιστον τρεις από τους δολοφόνους έχουν έρθει σε επαφή με έναν μυστηριώδη περιπλανώμενο που ονομάζεται Mamiya (Masato Hagiwara). Ο Takabe ανακρίνει τον Mamiya χωρίς αποτέλεσμα, καθώς φαίνεται να έχει ολική αμνησία. Παραβλέποντας τη συμβουλή του φίλου του ψυχιάτρου Sakuma (Tsuyoshi Ujiki), ο οποίος υποστηρίζει ότι μερικές φορές οι δολοφόνοι σκοτώνουν χωρίς λόγο, ο Takabe μπαίνει πιο βαθιά στο αίνιγμα καθώς προσπαθεί να βάλει τους φόνους σε κάποια λογική προοπτική. Φθάνοντας στο χείλος του γκρεμού λόγω και της επιδεινούμενης ψυχικής κατάστασης της ίδιας του της συζύγου (Anna Nakagawa), ο Takabe αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο Mamiya έχει χρησιμοποιήσει μια μορφή ελέγχου του νου για να μετατρέψει απλούς ανθρώπους σε ψυχρούς δολοφόνους.
Το «Cure» διερευνά το κακό όχι ως εξωτερική δύναμη αλλά ως εγγενή πτυχή της ανθρώπινης φύσης. O Mamiya, που φαίνεται να ενσαρκώνει μια σχεδόν στοιχειώδη μορφή μοχθηρίας, εκθέτει τη δυνατότητα για βία που βρίσκεται αδρανής μέσα σε κάθε άτομο. Η ταινία υποδηλώνει ότι κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες, ο καθένας μπορεί να οδηγηθεί σε αποτρόπαιες πράξεις, θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ θύτη και θύματος. Οι δολοφόνοι της ταινίας ενεργούν χωρίς συνειδητή πρόθεση, σαν να έχει κλαπεί η ταυτότητά τους από την επιρροή του Mamiya. Ο Kurosawa χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση για να διερευνήσει πόσο εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί το ανθρώπινο μυαλό και πόσο εύθραυστη είναι πραγματικά η αίσθηση της ταυτότητάς μας.
Σε αντίθεση με τις συμβατικές ταινίες τρόμου που βασίζονται στη γραφική βία ή στα «jump scares», το «Cure» χρησιμοποιεί ψυχολογικά μέσα για να ενσταλάξει μια βαθιά αίσθηση τρόμου. Ο βαρύς ρυθμός της ταινίας, σε συνδυασμό με το μινιμαλιστικό ηχητικό σχεδιασμό και τα απογυμνωμένα σκηνικά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ανησυχίας που διαπερνά κάθε σκηνή. Ο τρόμος στο «Cure» προέρχεται από τη σταδιακή συνειδητοποίηση της αδυναμίας των χαρακτήρων -και κατ’ επέκταση του κοινού- μπροστά σε ένα ακατανόητο κακό.
Ο Kurosawa αφήνει σκόπιμα πολλές πτυχές της αφήγησης διφορούμενες, ιδιαίτερα σχετικά με την προέλευση του Mamiya και την πραγματική του φύση. Αυτή η ασάφεια αναγκάζει τους θεατές να αντιμετωπίσουν τις δικές τους ερμηνείες των γεγονότων και τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις των χαρακτήρων. Το ανοιχτό τέλος της ταινίας, όπου ο κύκλος της βίας φαίνεται έτοιμος να συνεχιστεί, ενισχύει την ιδέα ότι ορισμένα μυστήρια, ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την ανθρώπινη φύση, παραμένουν τελικά άγνωστα.
Το «Cure» μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως κριτική της αποξένωσης και της αποσύνδεσης που επικρατεί στη σύγχρονη κοινωνία. Οι χαρακτήρες απεικονίζονται ως απομονωμένοι, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά, γεγονός που τους κάνει επιρρεπείς στην επιρροή του Mamiya. Η ταινία αντικατοπτρίζει ένα ευρύτερο άγχος για τη διάβρωση των παραδοσιακών κοινωνικών δεσμών και την προκύπτουσα ευαλωτότητα σε καταστροφικές παρορμήσεις.
Το «Cure» είναι μια στοιχειωτική και διανοητικά προκλητική ταινία που εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης μέσα από ένα μοναδικό μείγμα ψυχολογικού τρόμου και εγκληματικού δράματος. Η αριστοτεχνική σκηνοθεσία του Kiyoshi Kurosawa και η απόκοσμη αφήγηση της ταινίας την καθιστούν έναν ισχυρό διαλογισμό για την ταυτότητα, τη μνήμη και τη δυνατότητα βίας που υπάρχει μέσα σε όλους μας. Ωστόσο, αδυναμία της ταινίας αποτελεί το αμήχανο φινάλε της που ακολουθεί έναν μη πειστικό μεταφυσικό δρόμο, με μια διφορούμενη κορύφωση που εγείρει περισσότερα ερωτήματα από τις απαντήσεις που δίνει.
Γιώργος Ξανθάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr