Μενού

Από τη «Για μια χούφτα δολάρια» στους εκατομμυριούχους Ινδιάνους Οσέιτζ

apagoges

Πριν 60 χρόνια, στις 12 Σεπτεμβρίου 1964, στον κινηματογράφο επήλθε μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο που αντιμετώπιζε την Άγρια Δύση. Εκείνη την ημέρα έκανε πρεμιέρα στη γειτονική Ιταλία η ταινία «Για μια χούφτα δολάρια» (Per un Pugno di Dollari ή A Fistful of Dollars) του Σέρτζιο Λεόνε. Μια ταινία που ήταν και η πρώτη από μια σειρά τριών του Ιταλού σκηνοθέτη, γνωστών ως «Τριλογία του δολαρίου». Οι άλλες δυο ήταν η «Μονομαχία στο Ελ Πάσο» (A Fistful of Dollars, 1965) και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» (The Good, the Bad and the Ugly,, 1966), που επειδή γυρίστηκαν στην Τσινεσιτά και στις Ισπανικές κοιλάδες, αποκλήθηκαν -υποτιμητικά- από τους τότε κριτικούς «σπαγγέτι γουέστερν». Υποτιμητικά  μεν, αλλά παρουσίασαν τέτοια επιτυχία που δημιούργησαν «σχολή». Μια νέα σχολή απέναντι στα «αμερικάνικα γουέστερν»

Παρόλο που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικά πλαίσια και χρονικές περιόδους, οι δυο αυτές «σχολές» ασχολήθηκαν με το ίδιο ζήτημα, τη ζωή στην Άγρια Δύση, αλλά με διαφορετική αισθητική, θεματική και πολιτισμική προσέγγιση.

Τα μεν «αμερικάνικα γουέστερν» που ήταν ένα από τα παλαιότερα και πιο χαρακτηριστικά είδη του αμερικάνικου κινηματογράφου, με ρίζες στις αρχές του 20ού αιώνα, εστίαζαν κυρίως στη σύγκρουση μεταξύ του πολιτισμένου κόσμου και της άγριας φύσης, καθώς και στη διαμόρφωση της αμερικανικής ταυτότητας με βασικούς χαρακτήρες του ηρωικούς -των παιδικών μας χρόνων- καουμπόηδες, που συχνά συμβόλιζαν την τιμή, την ανεξαρτησία και την ηθική δικαιοσύνη.

Τα δε «γουέστερν-σπαγγέτι», που δημιουργήθηκαν κυρίως από Ιταλούς σκηνοθέτες τη δεκαετία του 1960, τα οποία παρότι αντλούσαν τη θεματολογία τους από τα αμερικάνικα, εστίαζαν σε έναν πιο σκοτεινό, πιο αντιηρωικό κόσμο και απεικόνιζαν πιο περίπλοκες και συχνά αμφιλεγόμενες ηθικές καταστάσεις.

Τα βασικά χαρακτηριστικά των αμερικάνικων γουέστερν ήταν (α) οι ηρωικοί χαρακτήρες με τον αυστηρό ηθικό κώδικα, που συχνά προστατεύουν τους αθώους και αντιμετωπίζουν τους κακούς με ευθύνη και ακεραιότητα με κύριο εκφραστή τον ηθοποιό John Wayne. (β) Η καθαρή διάκριση μεταξύ καλού και κακού σε βαθμό αφέλειας, όπου οι καλοί καουμπόηδες φορούσαν ανοικτόχρωμα καπέλα και ήταν πάντα φρεσκοξυρισμένοι, σε αντίθεση με τους κακούς με σκούρα καπέλα και ατημέλητους εμφανισιακά. (γ) Ο ρομαντισμός της Άγριας Δύσης που παρουσιαζόταν ως ένα μέρος προκλήσεων αλλά και ευκαιριών (A land of opportunity). (δ) Η επική μουσική τύπου Dimitri Tiomkin και Max Steiner να συμβάλλει στο μεγαλείο της εικόνας και (ε) το στοιχείο του πλούτου, μιας και γυρίζονταν με υψηλότερο προϋπολογισμό, καλογυαλισμένες και προβάλλοντας τα πανέμορφα τοπία της Δύσης (π.χ. το Monument Valley δέσποζε σχεδόν σε όλες τις παραγωγές).

Από την άλλη, τα βασικά χαρακτηριστικά των γουέστερν-σπαγγέτι ήταν (α) οι αντι-ήρωες, όπως ο χαρακτήρας του Clint Eastwood στην τριλογία του Λεόνε. Δηλαδή, δεν είναι αμιγώς καλοί ή ηρωικοί και αρκετά συχνά είναι ατομιστές, κυνικοί και χωρίς σταθερό ηθικό κώδικα. (β) Η ασαφής διάκριση μεταξύ καλού και κακού, κατά την οποία οι κακοί και οι καλοί κινούνται σε μια «γκρίζα ζώνη», είναι πολύπλοκοι χαρακτήρες και διαθέτουν ανθρώπινα ελαττώματα. (γ) Η απεικόνιση της βίας και της ωμής πραγματικότητας. Υπάρχει περισσότερος ρεαλισμός σε σύγκριση με τα στιλιζαρισμένα αμερικάνικα γουέστερν. (δ) Τα πλάνα τους γίνονται πιο κοντινά (close-up) με έμφαση στα μάτια, τα νευρικά τικ των προσώπων και τα χέρια των χαρακτήρων πριν τραβήξουν τη σκανδάλη. (δ) Η μουσική (χάρη στη φυσαρμόνικα, το σφύριγμα και τον ήχο του μαστίγιου που σχεδόν επέβαλε ο Ennio Morricone), αποβάλλει τον επικό της  χαρακτήρα και ενισχύει την ένταση και το συναίσθημα των χαρακτήρων και (ε) ο χαμηλότερος προϋπολογισμός με τα εξωτερικά γυρίσματα σε σταθερές τοποθεσίες κυρίως στην Ιταλία και την Ισπανία, όπου το έμπειρο μάτι διακρίνει τη μεσογειακή βλάστηση στην… Αριζόνα και στο… Μεξικό..

Συμπερασματικά μπορώ να πω ότι εξέλιξη και των δύο αυτών ειδών συνετέλεσε καθοριστικά στη διαμόρφωση του γουέστερν και άφησε ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα στην παγκόσμια κινηματογραφική κουλτούρα, έστω και ως cult.

Ένα αποτύπωμα, από το οποίο άφησα έξω το ζήτημα με τη θέση και την απεικόνιση των ιθαγενών Αμερικανών, των αποκαλούμενων «ερυθρόδερμων» και «Ινδιάνων», οι οποίοι ενώ είναι σχεδόν αόρατοι στα σπαγγέτι-γουέστερν, στα αντίστοιχα αμερικάνικα αποτέλεσαν ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και πολυσυζητημένα ζητήματα, με τη στάση των ταινιών αυτών απέναντί τους, να αλλάζει σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου.

Από τις απαρχές του είδους στο Χόλιγουντ, οι Ινδιάνοι αποτελούσαν έναν κεντρικό παράγοντα στις αφηγήσεις του γουέστερν και στις πρώτες δεκαετίες του κινηματογραφικού γουέστερν (βλ. John Ford), οι ιθαγενείς συχνά απεικονίζονταν με έντονα στερεότυπα.

Η Άγρια Δύση παρουσιαζόταν ως ένας χώρος που έπρεπε να «εκπολιτιστεί» από τους λευκούς αποίκους, και οι Ινδιάνοι θεωρούνταν «εμπόδιο» σε αυτήν την «πρόοδο». Πιο χαρακτηριστικά, (α) οι Ινδιάνοι συνήθως απεικονίζονταν ως βάρβαροι, βίαιοι και απειλητικοί. Ήταν συχνά ο ανώνυμος εχθρός που έπρεπε να εξολοθρευθεί ή να εκδιωχθεί για να επιτραπεί η επέκταση των αποίκων στη Δύση. Οι σκηνές μάχης και επιθέσεων ενίσχυαν την εικόνα των Ινδιάνων ως απειλητικών και απολίτιστων. (β) Η αντίθεση μεταξύ των λευκών αποίκων που έφερναν τον πολιτισμό και των Ινδιάνων που εκπροσωπούσαν την άγρια φύση αποτελούσε έναν από τους κεντρικούς άξονες στις πρώτες ταινίες γουέστερν και (γ) πολλές ταινίες προέβαλαν τους Ινδιάνους με βάση εξωτερικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές που συχνά έφερναν προς καρτούν. Για την ιστορία αναφέρω ότι στις πρώτες ταινίες οι ηθοποιοί που υποδύονταν τους Ινδιάνους ήταν συνήθως λευκοί, που βάφονταν μαύροι και ντύνονταν «περίεργα» αναπαράγοντας φανταστικές εικόνες των φυλών.

Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960, το Χόλιγουντ άρχισε να αλλάζει τη στάση του απέναντι στους Ινδιάνους, αντανακλώντας τις κοινωνικές αλλαγές της εποχής. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και οι αυξανόμενες αμφιβολίες για το αφήγημα της αποικιοκρατίας, οδήγησαν σε μια πιο σύνθετη και ανθρώπινη απεικόνισή τους. Πιο συγκεκριμένα:

Οι ταινίες άρχισαν να αναγνωρίζουν ότι οι Ινδιάνοι ήταν θύματα της επεκτατικής πολιτικής των λευκών, και όχι απλώς εχθροί. Ταινίες όπως το «Σπασμένο Βέλος» (Broken Arrow,1950), όπου λευκός σώζει τη ζωή ενός ινδιάνου Απάτσι και προσπαθεί να συμφιλιώσει τη φυλή με τους λευκούς, παρουσίασαν πιο πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στους αποίκους και τους Ινδιάνους, ενώ οι τελευταίοι εμφανίζονταν ως άνθρωποι με δικές τους πεποιθήσεις, κουλτούρα και δικαιώματα.

Επίσης, παρατηρήθηκε και μια στροφή προς την ανθρωποκεντρική απεικόνιση: Π.χ. στην ταινία «Η αιχμάλωτος της Ερήμου» (The Searchers, 1956) για παράδειγμα, ο ήρωας (που υποδύεται ο μάτσο John Wayne) παρουσιάζεται να έχει ένα μίσος για τους Κομάντσι Ινδιάνους, αλλά η ταινία προσφέρει έναν προβληματισμό για το ρατσισμό και την εκδίκηση. Ο χαρακτήρας του Wayne ανακαλύπτει τις επιπτώσεις της μισαλλοδοξίας και του μίσους, ενώ οι Ινδιάνοι, αν και παραμένουν αντιμέτωποι με τους λευκούς, έχουν ανθρώπινες και πολυσχιδείς διαστάσεις.

Γενικά, οι ταινίες της περιόδου αυτής άρχισαν να απομακρύνονται από την απλοϊκή αντίθεση καλών και κακών, επιτρέποντας στους θεατές να δουν τη βία και τις συγκρούσεις από την οπτική των Ινδιάνων, καθιστώντας τους συχνά συμπαθείς και κατανοητούς χαρακτήρες.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, οι ταινίες γουέστερν έχουν προχωρήσει ακόμα περισσότερο, παρουσιάζοντας τους Ινδιάνους με μεγαλύτερο σεβασμό και η έμφαση πλέον δίνεται σε ιστορικές αδικίες και στην προσπάθεια να παρουσιαστούν οι ιθαγενείς όχι ως κακοί ή θύματα, αλλά ως ήρωες της δικής τους ιστορίας.

Την αρχή έκανε με μια πιο ισορροπημένη και σεβαστή προσέγγιση, η ταινία «Χορεύοντας με τους Λύκους» (Dances with Wolves, 1990) του Kevin Costner που απεικόνισε τους Ινδιάνους ως πολιτισμικά πλούσιους και με πολύπλοκες κοινωνικές δομές και αναγνώρισε την καταστροφή των ιθαγενών πολιτισμών από τη λευκή επέκταση. Την ταινία αυτή ακολούθησαν πολλές σύγχρονες παραγωγές, στις οποίες οι Ινδιάνοι δεν αποτελούν πλέον απλό φόντο ή εμπόδιο, αλλά είναι κεντρικοί χαρακτήρες με δικές τους ιστορίες και προσωπικότητες. Παρουσιάζονται ως άνθρωποι που προσπαθούν να διατηρήσουν την ταυτότητα και την κληρονομιά τους μέσα σε έναν κόσμο που τους απειλεί.

Θεωρώ αποκορύφωμα (και τελειώνω) αυτής της «αναθεωρητικής» προσέγγισης του γουέστερν, την πρόσφατη ταινία «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» (Killers of the Flower Moon, 2023) του Martin Scorsese,  παρά το γεγονός ότι δεν ανήκει αποκλειστικά στο παραδοσιακό γουέστερν.

Η ταινία βασίζεται στο βιβλίο-ντοκουμέντο του Ντέιβιντ Γκραν και αφηγείται την αληθινή ιστορία των δολοφονιών μελών της ινδιάνικης φυλής των Οσέιτζ κατά τη δεκαετία του 1920 στην Οκλαχόμα. Η φυλή είχε γίνει εξαιρετικά πλούσια, καθώς είχε δικαιώματα από την άντληση πετρελαίου στα εδάφη της και μια σειρά δολοφονιών είχε ως στόχο την υφαρπαγή του πλούτου της φυλής από τους λευκούς μέσω γάμων με νεαρές ινδιάνες (για την προίκα τους), ή μεγαλύτερες (για την κληρονομιά) και άλλων άνομων ενεργειών.

Οι αναθεωρητικές πτυχές της ταινίας επικεντρώνονται στον τρόπο με τον οποίο η αποικιοκρατία εξακολουθούσε να βλάπτει τους ιθαγενείς και μετά την κατάκτηση των εδαφών τους, τονίζοντας τις ρατσιστικές πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν για την εκμετάλλευσή τους από λευκούς αποίκους. Δίνουν έμφαση στην τραγωδία και την αδικία που βίωσαν, αλλά και στην αντοχή τους ως αυτόνομες προσωπικότητες και παρουσιάζουν αυτή την εκμετάλλευση όχι απλά ως μεμονωμένο γεγονός, αλλά ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος ρατσιστικής και καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Υπάρχουν επίσης, δυο χαρακτηριστικά αναθεωρητικά στοιχεία στην ταινία. Το πρώτο είναι η αφήγηση που γίνεται από μια γυναίκα της φυλής (την οποία υποδύεται η Lily Gladstone) η οποία εκπροσωπεί μια φωνή που δεν ακούγεται συχνά στον παραδοσιακό αμερικανικό κινηματογράφο και το δεύτερο, ότι την έρευνα για τους υπεύθυνους των δολοφονιών αναλαμβάνει το νεοσύστατο FBI, που διαπιστώνει και την ευρύτερη δομή διαφθοράς που υπήρχε γύρω από τις δολοφονίες αυτές.

Άγγελος Πολύδωρος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα amarysia.gr

Smart Search Module