Τα στοιχεία του θρίλερ με το δράμα συνδυάζει ο σκηνοθέτης Φεντ Τσίνεμαν με τρόπο τέλειο για να δημιουργήσει την εξαίρετη ατμόσφαιρα του γουέστερν αυτού, που παραμένει, μέχρι και σήμερα, ένα από τα καλύτερα και πιο συναρπαστικά του είδους του.
Στη βραβευμένη με τέσσερα Όσκαρ ταινία, ο Γκάρι Κούπερ, σ’ έναν από τους καλύτερους ρόλους του (κέρδισε και το Όσκαρ ερμηνείας), ερμηνεύει τον Φρανκ Κέιν, τον σερίφη μιας πόλης του Φαρ Ουέστ, που, ενώ ετοιμαζόταν να παντρευτεί την αγαπημένη του (Γκρέις Κέλι) και να αποχωρήσει, μαζί της, από την πόλη, ξαφνικά, με την αποφυλάκιση και την αναμενόμενη επανεμφάνιση του Φρανκ Μίλερ, ενός ληστή που ο ίδιος είχε στείλει στη φυλακή, ανακαλύπτει πως η πόλη του τον έχει εγκαταλείψει μόνο, να αντιμετωπίσει τον ληστή και την αιμοδιψή συμμορία του.
Παρόλο που η αρραβωνιαστικιά και οι λιγοστοί φίλοι του τον παροτρύνουν να εγκαταλείψει την πόλη, ο Κέιν αποφασίζει να παραμείνει στη φοβισμένη πόλη, και να αντιμετωπίσει, έστω και μόνος, τον Μίλερ και τη συμμορία του, το καταμεσήμερο (High Noon), όταν φτάνει το τρένο με το οποίο επιστρέφει ο Μίλερ – η ταινία, έμμεσο σχόλιο για τη φρικτή περίοδο του μακαρθισμού, εξέφραζε, μέχρι σ’ ένα βαθμό, την εμπειρία του «μαυροπινακισμένου» σεναριογράφου Καρλ Φόρμαν, που είχε κληθεί από την επιτροπή «Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών» του γερουσιαστή Μακάρθι να παραδεχτεί την υποτιθέμενη κομουνιστική δράση του και να κατονομάσει άλλους συντρόφους του.
Με τον σερίφη να τρέχει ασταμάτητα και να προσπαθεί να πείσει τους φοβισμένους κατοίκους να τον βοηθήσουν, με το ρολόι να μας δείχνει κάθε τόσο τα λεπτά που περνούν (στα 85 λεπτά της η ταινία καλύπτει την περίοδο της αναμονής και της τελικής μονομαχίας), με το σφιχτοδεμένο, γρήγορο μοντάζ, και το ωραίο, επίκαιρο τραγούδι του Τεξ Ρίτερ «Do Not Forsake Me Oh My Darling» (Όσκαρ μουσικής και καλύτερου τραγουδιού) στην ηχητική πλευρά και την ατμοσφαιρική, μαυρόασπρη φωτογραφία του Φλόιντ Κρόσμπι, ο Τσίνεμαν καταφέρνει να αναπτύξει έξοχα το σασπένς και να φτιάξει μια ταινία που, μέχρι και σήμερα, δεν έχει χάσει τη φρεσκάδα και τη δύναμή της.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr