Αφού χτυπά για λίγα δευτερόλεπτα το τηλέφωνο, στην άλλη μεριά της γραμμής το σηκώνει ο Ρένος Χαραλαμπίδης ο οποίος έχει μόλις παρκάρει τη βέσπα του για να μας μιλήσει. Αφορμή ο "Νυχτερινός Εκφωνητής", η νέα ταινία στην οποία σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο ρόλο ενός ραδιοφωνικού παραγωγού, ο οποίος καθώς βιώνει έντονο υπαρξιακό άγχος, αποφασίζει μέσω της εκπομπής του να αναζητήσει μια γυναίκα την οποία είχε ερωτευτεί όταν ήταν νέος. Δώδεκα χρόνια μετά τα "4 Μαύρα Κουστούμια" και γνωρίζοντας πια ευρύτερη δημοφιλία χάρη στην επιτυχία που γνωρίζουν κάθε καλοκαίρι στα θερινά οι προβολές των "Φτηνών Τσιγάρων", ήρθε η ώρα ο Ρένος Χαραλαμπίδης να μας συστηθεί από την αρχή.
Γνωρίζω ότι η ταινία πήρε αρκετό καιρό για να ολοκληρωθεί. Πώς νιώθεις τώρα που κάνει, επιτέλους, πρεμιέρα;
Νιώθω όπως ένας πατέρας, όταν ο γιος του τού ανακοινώνει ότι αποφάσισε να μείνει σε άλλο σπίτι. Σαν κάποιος, δηλαδή, ο οποίος συνειδητοποιεί πως έχει ολοκληρώσει την αποστολή του, κι αφήνει το παιδί του να περιπλανηθεί μόνο του σε έναν ξένο, άλλοτε φοβιστικό και άλλοτε τρυφερό, κόσμο. Στην πραγματικότητα, η ταινία θα ταξιδέψει μόνη της στις ξένες καρδιές.
Στον "Νυχτερινό Εκφωνητή" το προσωπικό-βιωματικό ανακατεύεται με τη μυθοπλασία, στην προσπάθειά σου να αναμετρηθείς υπαρξιακά με το πέρασμα του χρόνου. Ήταν, άραγε, αυτό που σε ενέπνευσε εξ αρχής;
Ακριβώς, γιατί η αναμέτρηση που περιγράφεις ξεκινάει για έναν άνθρωπο όταν φτάνει στα πενήντα. Διότι μέχρι τότε εξακολουθείς να συγκαταλέγεσαι στο ευρύτερο φάσμα της νεότητας. Μετά, δεν μπορείς να υποστηρίξεις πως είσαι νέος.
Κάτι που μου έκανε εντύπωση είναι το πώς διαχειρίζεσαι καθημερινές τελετουργίες του παρελθόντος τις οποίες, πιθανώς, έχουμε ξεχάσει, όπως το να καλείς ένα συγκεκριμένο τηλεφωνικό αριθμό ώστε να μάθεις την ώρα.
Βέβαια! Ωστόσο, να διευκρινίσω εδώ πως στην ταινία αυτό που ακούγεται είναι κάτι ακόμα πιο παλιό. Πρόκειται για την μπομπίνα που χρησιμοποιούσαν οι σταθμοί τη δεκαετία του ‘80, όταν υπήρχε μόνον η κρατική ραδιοφωνία, για να γνωρίζουν την ώρα Ελλάδος όχι μόνο οι κάτοικοι της χώρας, αλλά και του εξωτερικού.
Πάντως, μιλάμε για μια εποχή που οι αναμνήσεις είχαν μια υλικότητα, από την ατζέντα μέχρι τις κασέτες με τα μηνύματα στον τηλεφωνητή. Σήμερα όλα αυτά μπορούν να διαγραφούν ή απλώς να χαθούν απροσδόκητα. Σχεδόν σαν να φοβόμαστε πια να αφήνουμε αποτυπώματα στον κόσμο.
Κάπως έτσι το σκέφτομαι κι εγώ· είναι το πνεύμα που διαπνέει τον "Νυχτερινό Εκφωνητή". Γιατί ήθελα να μοιάζει με έναν εγκάρδιο αποχαιρετισμό στον αναλογικό κόσμο. Τότε, όπως λες, οι τρόποι επικοινωνίας και τα συναισθήματα καταγράφονταν στην ύλη. Ακόμα και σε μια ατζέντα, το πώς έγραφες μια δεδομένη στιγμή, εάν έκανες ορθογραφικά λάθη, αν βρισκόσουν σε ένταση, τι στυλό είχες στη διάθεσή σου, ο γραφικός χαρακτήρας κ.ο.κ., υποδείκνυαν κομμάτια του εαυτού σου. Όλα αυτά δεν γίνεται να υπάρξουν σε ένα κινητό.
Μια άλλη κομβική πτυχή της αφήγησης αφορά το ερωτικό απωθημένο του ήρωα. Υπό μία έννοια χρειάζεται να το ξεφορτωθεί από το παρελθόν του για να πάει παρακάτω.
Δεν θα έλεγα πως το παρελθόν είναι κάτι που μπορούμε να το ξεφορτωθούμε, όσο να το τακτοποιήσουμε. Το ασυνείδητο μοιάζει λίγο με την τοπική αυτοδιοίκηση, σε πηγαίνει όπου θέλει εκείνο. Μετά τα πενήντα μαθαίνεις πως τα λάθη δεν μπορείς πάντα να τα διορθώνεις, όμως μπορείς, όπως είπα, να τα τακτοποιείς μέσα σου. Αυτό, τουλάχιστον, προσπάθησα να υπαινιχθώ και με το φινάλε της ταινίας.
Αλήθεια, πώς προέκυψε το τέλος (σ.σ. ακολουθεί spoiler);
Ήταν μια απόπειρα να φτιάξουμε κάτι μεταξύ φάρσας και νέου αστικού μύθου. Να πιστέψει, δηλαδή, λιγάκι ο κόσμος πως πάνω στην Πύλη του Αδριανού υπάρχει μια κασέτα τηλεφωνητή. Όταν έγραφα το σενάριο, σκεφτόμουν πως όλοι με έναν τρόπο θέλουμε να μείνουμε στην αιωνιότητα. Κατ’ επέκταση, στις πόλεις το μοναδικό αιώνιο στοιχείο είναι τα μνημεία. Μου άρεσε, λοιπόν, η ιδέα πως αυτή η ιστορία γίνεται ένα κομμάτι αιωνιότητας με το να αφήσει ο ήρωας την κασέτα του εκεί. Γιατί έπρεπε να μείνει κάπου, ήταν αδύνατο να την πετάξει, αλλά και επώδυνο να την κρατήσει. Αποφασίζει, έτσι, να την αφήσει στο μέρος που έστηνε πάντα την κοπέλα του στα ραντεβού.
Παρεμπιπτόντως, στο σινεμά σου το κέντρο της Αθήνας παραμένει ένα ρομαντικό μέρος όπου τα πάντα, ακόμα και τα πιο ποιητικά, μπορούν να συμβούν. Νιώθεις πως έχει χαθεί αυτή η διάσταση της πόλης;
Οι γενιές μέχρι και τη δεκαετία του ‘90 μισήσαμε την Αθήνα. Εκείνες τις περιόδους το κέντρο μισήθηκε παράφορα. Όπως έλεγε και ένα τραγούδι του Νταλάρα, τότε, "θυμίζεις Αθήνα γυναίκα που κλαίει, γιατί δεν τη θέλει κανείς, Αθήνα πεθαίνω μαζί σου, πεθαίνεις μαζί μου κι εσύ". Σήμερα θα απορήσεις ακούγοντας αυτούς τους στίχους, έχοντας ζήσει το άνοιγμα του μετρό και την εποχή της Ολυμπιάδας, αλλά νιώθω πως η Αθήνα ζει ακόμα στον απόηχο ενός μίσους. Απλώς υπάρχουμε μερικοί οι οποίοι με διακριτικές καλλιγραφίες προσπαθούμε να διατηρήσουμε το φλερτ με την πόλη μας.
Θα έλεγες πως ο "Νυχτερινός Εκφωνητής" αποτελεί, επίσης, μια ανθολογία των κυρίαρχων χαρακτηριστικών του σκηνοθετικού ύφους σου;
Θα σου απαντήσω με έναν παράξενο τρόπο. Εγώ δεν είμαι σκηνοθέτης. Είμαι ένας καλλιτέχνης του κινηματογράφου. Ο καλλιτέχνης, πάντα, ξεκινάει από τον εαυτό του. Αναπόφευκτα, λοιπόν, πρώτο μπροστά από όλα μπαίνει το βλέμμα μου και στη συνέχεια ακολουθεί ό,τι μπορεί να έχω στο μυαλό μου. Εκεί, ίσως, εντάσσεται και η δεξιοτεχνία. Εμένα, όμως, με ενδιαφέρει βασικά να είμαι καλλιτέχνης και να διατηρώ μια συνέχεια του εαυτού μου μέσα από τις ταινίες που κάνω.
Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένο πως έχεις αναπτύξει ένα διακριτό στιλ, το οποίο έχει κερδίσει σημαντική μερίδα θεατών. Δεν είναι αυτό μια ελάχιστη μορφή επιτυχίας;
Αυτήν τη στιγμή είμαι καβαλάρης στο άγριο άλογο της δημιουργίας, από το οποίο είχα πέσει για μία δεκαετία. Όταν είσαι στο άλογο, δε βιώνεις το ταξίδι σα να είσαι σε τρένο, όπου δηλαδή μπορείς να απολαύσεις το τοπίο. Επομένως, η ερώτησή σου απευθύνεται σε κάποιον ο οποίος καλπάζει. Αφού κατεβάσω ρυθμό και φτάσω στον περίπατο, τότε θα μπορώ να σου απαντήσω. Αυτήν τη στιγμή, το κοινό μου μοιάζει σα μακρινές σκιές οι οποίες με χαιρετούν, αλλά δεν μπορώ να κόψω ταχύτητα για να μιλήσω μαζί του.
Γιάννης Καντέα Παπαδόπουλος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα athinorama.gr