Βαθιά νύχτα. Σ' ένα ταξί που κινείται στους άδειους δρόμους, ένας επιβάτης με το κεφάλι του έξω από το παράθυρο, τραγουδάει ένα βλάχικο τραγούδι. Διακόπτει το τραγούδι και μελαγχολεί. Συζητάνε με τον ταξιτζή για τις οικογένειες τους. Είναι ένας επιβάτης ιδιόμορφος, ό,τι καταλαβαίνουμε από τη συζήτηση. Όταν φτάσει στον προορισμό του, στο ύψωμα ενός λόφου με την πόλη κάτω να απλώνεται κατάφωτη, και αφού έχει κατέβει από το ταξί ο άγνωστος επιβάτης μ’ έναν πυροβολισμό αυτοκτονεί. Ο ταξιτζής είναι σε σοκ...
Στους απόηχους αυτού του σοκ αναπτύσσεται η αφήγηση. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο μεσήλικας ταξιτζής -στο ρόλο ο Κώστας Κορωναίος- και η αφήγηση παρακολουθεί τη διαδρομή του μετά από αυτό το τραυματικό γεγονός. Απέναντι σε αυτόν τον μεσήλικα άνδρα τοποθετείται μια νεαρή κοπέλα (που υποδύεται η Κλέλια Ανδριολάτου), τέκνο ενός απαγορευμένου έρωτα του αυτόχειρα -ένα πρόσωπο πειρασμός. Μια απρόοπτη εξέλιξη της γνωριμίας τους πυροδοτεί την εξέλιξη. Η εμμονή του για αυτή την κοπέλα τροφοδοτεί με αφηγηματικό υλικό την δραματική πλοκή.
Στο υπόστρωμά της υπάρχει μια βαθιά δυσαρέσκεια για την πορεία της ζωής, τα προσωπικά του αδιέξοδα, τις ματαιωμένες ελπίδες, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, την παγίδευση αυτού του μεσήλικα άνδρα μέσα σε μια τελματωμένη οικογενειακή ζωή. Ο φόβος του θανάτου, η συνειδητοποίηση της θνητότητας, οι αδιόρατες καταιγίδες της ψυχής και των συναισθημάτων, βρίσκονται στο βάθος του πλάνου. Ηθικά διφορούμενος και συναισθηματικά μετέωρος, ο ήρωας ακροβατεί. Και απέναντι σε αυτήν την προσωπική κρίση είναι η νεαρή κοπέλα που συνιστά μια σαγηνευτική απάντηση -μοιάζει ως η λύση στο πρόβλημα.
Έκκεντρη στη δομή της η αφήγηση παρακολουθεί τη διαδρομή που ακολουθεί ο ήρωας: την απομάκρυνση του από το κέντρο, την οικογενειακή εστία -αλλά, στο τέλος, και την επιστροφή σε αυτήν. Δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό σύμπαν σκοτεινό και νυχτερινό, στο ημίφως, χωρίς καμία ακτίνα φωτός, καμία διαύγεια και καθαρότητα, ο σκηνοθέτης κινηματογραφεί τα πρόσωπα -κυρίως το κεντρικό αλλά και τα περιφερειακά-, τα συναισθήματά τους, τις ανάσες τους, με το ύφος και τα χαρακτηριστικά που συναντάμε σε έναν ξεχασμένο δημιουργό στον Πολωνό Krzysztof Kieślowski. Στη σχεδίαση του πορτρέτου του κεντρικού χαρακτήρα το διφορούμενο παίζει κεντρικό ρόλο: ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει να μετεωρίζεται και να ταλαντεύεται ανάμεσα σε ένα ταπεινό -η ερωτική εμμονή- και σε ένα υψηλό -η δημιουργία, οι εσωτερικές ανησυχίες της, στις πιο απρόοπτες εκδοχές της.
Στην κορύφωσή αυτής της ταινίας, ο ήρωας εισβάλει στις ζωές των άλλων: γίνεται ένας παρατηρητής των πιο μύχιων συναισθημάτων και συγκρούσεων, των πιο προσωπικών στιγμών τους. Ένας ηδονοβλεψίας της ζωής; Του πάθους (ερωτικού και όχι μόνο); Ή ένας παρατηρητής του εσωτερικού βίου;
Δημήτρης Μπάμπας
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα cinephilia.gr