Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής μας μιλάει για το Καλοκαίρι της Κάρμεν, την ανδρική φιλία και το να κάνεις μια κουήρ rom-com στην σημερινή Ελλάδα.
Το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι το είδος της ταινίας που δε συναντάμε και πολύ συχνά στο ελληνικό σινεμά σήμερα: Με διαθέσεις καυτές και δροσιστικές την ίδια στιγμή, είναι μια πρωτίστως πολύ διασκεδαστική ταινία – και κωμωδία, και δράμα, και σινεφίλ παιχνίδι αφήγησης και αναφορών. Μια μίξη κουήρ ρομαντικής κομεντί και αγνής buddy comedy, για φίλους που εξερευνούν τη φιλία τους, τους στόχους τους και τους χωρισμούς τους μέσα από το βλέμμα του ίδιου του σινεμά. Κι όλα αυτά σε μια παραλία, με γυμνά κορμιά που λιάζονται στον ήλιο. Κι όχι μόνο.
Είναι η νέα ταινία του Ζαχαρία Μαυροειδή, που μας είχε δώσει τον πολύ καλό Απόστρατο πριν λίγα χρόνια, και που εδώ κινείται με πολύ πιο διασκεδαστικές και πολύχρωμες διαθέσεις, εξερευνώντας όμως και πάλι με κάποιο τρόπο την ταυτότητα και τον ανδρισμό, έννοιες που διατρέχουν και τις δύο ταινίες όμως μας τονίζει κι ο ίδιος.
Την Κάρμεν την είδαμε στο τέλος του περσινού καλοκαιριού στο φεστιβάλ Βενετίας, σε μια γεμάτη αίθουσα από κοινό διεθνές, που περνούσε φανταστικά όπως κι εμείς με την ταινία, και με τους αβέβαιους ήρωές της, και με την ταινία-μες-στην-ταινία που σκαρώνουν και υπάρχει μόνο στο κεφάλι τους.
Τι συνέβη λοιπόν σε αυτό το Καλοκαίρι της Κάρμεν; Υπάρχουν αρχικά δύο γκέι φίλοι, τρομερά διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά με τόση αγάπη μες στη φιλία τους, σε μια παραλία γυμνιστών, όπου τα γυμνά κορμιά περνοδιαβαίνουν και γεμίζουν την οθόνη ανά πάσα στιγμή – είτε ως μια χιουμοριστική λεπτομέρεια στην άκρη του κάδρου είτε ως κάτι που σε κοιτά κατάματα διακόπτοντας έξυπνα τη ροή της ιστορίας.
Ο ένας είναι ο Νικήτας (Ανδρέας Λαμπρόπουλος), πρώην ηθοποιός που τώρα είναι σκηνοθέτης και προσπαθεί να γυρίσει μια «φαν, σέξι, low budget» ταινία και θαυμάζει τον Ξαβιέ Ντολάν. Τον πιάνει άγχος κιόλας: Στην ηλικία του, ο Ντολάν είχε ήδη γυρίσει ένα σωρό ταινίες! Ο άλλος είναι ο Δημοσθένης (Γιώργος Τσιαντούλας), ηθοποιός κι αυτός κάποτε που τώρα έχει σοβαρή δουλειά όμως προτείνει στον Νικήτα να τον βοηθήσει να γράψουν μαζί το σενάριο που χρειάζεται για την ταινία του.
Και το σενάριο; Θα βασίζεται στην προ δύο ετών εμπειρία τους, ένα κομβικής σημασίας καλοκαίρι κατά τη διάρκεια του οποίου ο Δημοσθένης χώρισε με τον Πάνο (Νικόλας Μίχας), τη μεγάλη σχέση της ζωής του, έχοντας παράλληλα να διαχειριστεί μια οικογενειακή κρίση. Πώς εκείνο το καλοκαίρι –το Καλοκαίρι της Κάρμεν του τίτλου– τον καθορίζει συναισθηματικά μέχρι και σήμερα;
Με την ταινία και την καλοκαιρινή της διάθεση να έρχεται στα σινεμά, μιλήσαμε με τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Ζαχαρία Μαυροειδή για τα μοτίβα του φιλμ, για την παραλία με τα γυμνά σώματα, για την αντρική φιλία, και για τη κουήρ ορατότητα και τη θέση ενός σινεμά σαν της Κάρμεν στην Ελλάδα του σήμερα.
Πότε σου ήρθε η ιδέα για το Καλοκαίρι της Κάρμεν; Υπήρχε κάποια σπίθα που ενέπνευσε την ιστορία;
Υπήρχαν πολλές σπίθες που συνέβαλαν στη συγγραφή αυτού του σεναρίου. Η πρώτη ήταν μια σειρά από αληθινά γεγονότα που με κέντριζαν να τα αφηγηθώ. Η δεύτερη ήταν η επιθυμία μου να γράψω ένα σενάριο που θα είναι εύκολο παραγωγικά ώστε να μπορεί να γυριστεί μόνο με ελληνικά λεφτά και να μην χρειαστεί να περιμένω αμέτρητα χρόνια μέχρι να στηθεί μια συμπαραγωγή.
Το στοιχείο δηλαδή του low budget έργου που είναι ζητούμενο των χαρακτήρων στην ταινία ήταν και δικό μου εξ αρχής.
«Η ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑΤΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΣΑΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΠΡΟΣ ΟΣΑ ΚΑΤΑΠΙΕΖΕΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ΟΤΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΣΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΔΥΣΦΟΡΙΑ, Ή ΘΑ ΜΠΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΩΔΥΝΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗΣ Ή ΘΑ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ»
Τελευταία και εξίσου σημαντική σπίθα ήταν η επιθυμία μου να συνεργαστώ με κάποιον στο σενάριο. Το σενάριο της προηγούμενης ταινίας μου, του Απόστρατου, ήταν μια μακρά, απαιτητική και πολύ μοναχική διαδρομή την οποία δεν ήθελα να επαναλάβω άμεσα. Έτσι αποφάσισα να γράψω αυτό το σενάριο με τον φίλο μου Ξενοφώντα Χαλάτση ο οποίος είχε μια μικρή προϋπηρεσία στο γράψιμο. Μέσα από τη συνεργασία μας σταδιακά μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους της αφήγησης προς τη θεματική της φιλίας ενώ η συνεργασία των ηρώων στην ταινία, που αρχικά ήταν απλά ένα κωμικό γκαγκ στο φινάλε της ιστορίας, κατέληξε να γίνει ο σκελετός της αφήγησης.
.
Το αφηγηματικό πλαίσιο της ιστορίας είναι ένα σινεφιλικό/αφηγηματικό παιχνίδι ανάμεσα στους δύο φίλους, κάτι που δίνει μια παιχνιδιάρικη αίσθηση στην αφήγηση αλλά χωρίς να χάνεται η δραματική βαρύτητα στα όσα συμβαίνουν. Πώς προσέγγισες τον τόνο της ιστορίας και τις ισορροπίες χιούμορ, δράματος, σινεφιλίας;
Γενικά θαυμάζω πολύ σκηνοθέτες όπως ο Αλμοδόβαρ ή ο σουηδός Ρόι Άντερσον που «μιξάρουν» το δράμα με την κωμωδία. Αυτό το παιχνίδι με τις τονικότητες είναι μια μεγάλη πρόκληση τόσο στο γράψιμο, όσο και στην καθοδήγηση των ηθοποιών καθώς πολλές σκηνές μπορούν να παιχτούν με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το ποια τονικότητα υπηρετούν. Εν τέλει, το στοίχημα κερδίζεται – ή χάνεται – στο μοντάζ. Με τη μοντέζ μου, τη Λίβια Νερουτσοπούλου, παιδευτήκαμε πολύ μέχρι να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές τονικότητες. Εξίσου μεγάλη πρόκληση ήταν οι μεταβάσεις από τη μία τονικότητα στην άλλη.
Σε αυτό, καταλυτικής σημασία ήταν η μουσική του Θοδωρή Ρέγκλη. Η μουσική έχει τη μαγική ικανότητα να μεταβάλλει ταχύτατα τη συναισθηματική διάθεση του θεατή με έναν υπόγειο, συχνά ασυνείδητο τρόπο.
Πότε και πώς αποφάσισες ότι η αφήγηση θα γίνεται από μια παραλία, με πολύ ήλιο, πολλή θάλασσα, και πολύ γυμνό; Πώς συνδέθηκε αυτό το πλαίσιο (η ιδέα, ακόμα κι η τοποθεσία) με την ιστορία που ήθελες να πεις;
Τα λιμανάκια της Βάρκιζας, όπου τοποθετείται ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας, είναι μια πάρα πολύ φωτογενής τοποθεσία. Είναι ένα φυσικό αμφιθέατρο. Από μια καθαρά εικαστική σκοπιά, το μέρος προσφέρει μόνο τρία στοιχεία για να συνθέσεις τα κάδρα: τον ουρανό, τα βράχια και τη θάλασσα. Σε αυτό προστίθενται ενίοτε και τα σώματα των λουόμενων. Το γυμνό ήταν κάτι που δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα, μου φάνηκε η εύλογη επιλογή στα πλαίσια μιας ηθελημένης αληθοφάνειας. Και ούτε μου φάνηκε ιδιαίτερα τολμηρή επιλογή, μάλλον λόγω εξοικείωσης με τον γυμνισμό.
Θυμάμαι όταν αναζητούσαμε sales agent όπου συνειδητοποίησα με έκπληξη ότι το γυμνό στην ταινία ήταν αρκετό για να μας αποκλείσει από τη διανομή σε αρκετές χώρες του κόσμου. Βέβαια, νομίζω πως αν τα γυμνά σώματα στην ταινία ήταν γυναικεία δε θα γινότανε τόσο θέμα. Είμαστε πολύ λιγότερο εξοικειωμένοι με το ανδρικό γυμνό απ’ ότι με το γυναικείο.
Για να γυρίσω στα Λιμανάκια, πέρα από εικαστική επιλογή, το σύμπαν που στήνεται στην παραλία, με την ετερόκλητη «πανίδα» της, κατέληξε να αποτελεί καταλυτικό συστατικό της αφήγησης. Όσα συμβαίνουν στην παραλία γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ενώ αυτοί προσπαθούν να γράψουν το σενάριό τους, είναι η αναπαράσταση μιας εφήμερης queer συλλογικότητας η οποία αμβλύνει τις αναγνώσεις της κεντρικής ιστορίας.
Η ταινία γενικά προσεγγίζει εντελώς αναπολογητικά τα κεντρικά της θέματα, είτε αυτό αφορά μια σινεφίλ αναφορά, είτε το σεξ, είτε το κουήρνες. Το είδες σαν μια πράξη «ελευθερίας»; Σε δυσκόλεψε σε κάποια σημεία; Ή ήταν μια οργανική διαδικασία όλο αυτό;
Όπως λέγαμε και στην παρουσίαση της ταινίας στη διάρκεια του development, Το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι μια «ξεδιάντροπη» κωμωδία… Η στάση της ταινίας απέναντι σε ό,τι αφορά ΛΟΑΤΚΙ ταυτότητες πηγάζει από την προσωπική μου στάση ως μέλος αυτής της κοινότητας. Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ ιδιαίτερα για το πώς θα προσεγγίσω αυτά τα θέματα.
Και αυτό που ονομάζεις «ελευθερία» νομίζω είναι ένα άθροισμα τριών πραγμάτων: η ταινία δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει κάτι, δεν προσδοκά να βγάλει κανένα διάγγελμα επί του θέματος, και κυρίως δεν προσπαθεί να εξευγενίσει το οτιδήποτε προκειμένου να αποφύγει τον σκόπελο της αναπαραγωγής κακοποιητικών στερεοτύπων. Είναι οκ να είσαι θηλυπρεπής, είναι οκ να κάνεις ανώνυμο σεξ, είναι οκ να απευθύνεσαι στον φίλο σου στο θηλυκό γένος κτλ.
«ΑΙΣΙΟΔΟΞΩ ΟΤΙ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟΥ ΘΑ ΕΞΑΣΘΕΝΙΣΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΤΑΓΕΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ ΚΑΘΩΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΟΦΕΛΟΣ ΟΛΩΝ ΜΑΣ, ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ ΣΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ».
Περνώντας στις σινεφίλ αναφορές και την αυτοαναφορικότητα, όντως εκεί αφέθηκα να παίξω με αυτό το «γουντιαλενικό» χιούμορ που διακωμωδεί την ίδια τη συνθήκη της αφήγησης. Αυτού του είδους το χιούμορ, είναι ένα επικίνδυνο υλικό. Τα αστεία αυτά λειτουργούν σχετικά εύκολα γι’ αυτό και μπορεί να παρασυρθείς και να κάνεις κατάχρησή τους. Το τίμημα είναι ότι αποστασιοποιούν τον θεατή από την διήγηση. Δηλαδή, λειτουργούν πάντα εις βάρος της ταύτισης του θεατή με τους ήρωες. Ταυτόχρονα όμως λειτουργούν σαν ένα τεράστιο αντίβαρο σε οποιαδήποτε ροπή προς σοβαροφάνεια. Είναι και πάλι θέμα σωστών αναλογιών και έντεχνων μεταβάσεων.
Διασκέδασα πάρα πολύ με τις κινηματογραφικές αναφορές, ειδικά τις ελληνικές. Για κάποιο λόγο δεν είναι κάτι που βλέπουμε συχνά στο ελληνικό σινεμά. Ήθελες να κάνεις ένα παιχνίδι αναφορών με το κοινό ή απλά θέλησες να αποτίσεις φόρο τιμής σε κάποιες προσωπικές σου αναφορές και επιρροές;
Ήταν λίγο απ’ όλα. Το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι μια ταινία για το σινεμά γενικά, και τη σεναριογραφία ειδικά, οπότε ήταν πολύ δεκτική σε τέτοιου είδους αστεία. Μέσα στην ταινία υπάρχει ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού με αναφορές σε διάφορες ελληνικές ταινίες. Είναι ένα μπόνους δωράκι για τους σινεφίλ θεατές. Παραδόξως, από τις μέχρι τώρα προβολές στο ελληνικό κοινό, ήταν λίγοι αυτοί που έπιασαν την πιο εξόφθαλμη αναφορά, αυτή που αποτίνει φόρο τιμής στην Αλίκη Βουγιουκλάκη…
Πώς δούλεψες με το βασικό δίδυμο των ηθοποιών; Πιστεύω κάνουν πολύ καλή δουλειά κι οι δύο, με χαρακτήρες πολύ καλά καθορισμένους και παιγμένους. Πώς ήταν σαν διαδικασία;
Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δουλειάς με τους ηθοποιούς γίνεται στο κάστινγκ. Εκεί καλείσαι να καταλάβεις σε βάθος ποιοι είναι οι χαρακτήρες στο χαρτί και ποιοι μπορούν να καταλήξουν στην οθόνη με βάση τους ηθοποιούς που συναντάς. Όπως και στον Απόστρατο, συνεργάστηκα στο κάστινγκ με τον Άκη Γουρζουλίδη και τη Σωτηρία Μαρίνη με τους οποίους νιώθω βαθιά εμπιστοσύνη.
Από τη στιγμή που καταλήξαμε στον Γιώργο Τσιαντούλα, στον Ανδρέα Λαμπρόπουλο και στον Νικόλα Μίχα για τους τρεις βασικούς ρόλους πέρασε περίπου ένας χρόνος μέχρι το γύρισμα. Σε αυτό το διάστημα έκανα κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους ηθοποιούς όπου αναλύαμε σε βάθος το σενάριο, φτιάχναμε την προϊστορία τους και την κινησιολογία τους. Παράλληλα ανατροφοδοτούσα το σενάριο με όσα προέκυπταν από αυτές τις συζητήσεις. Πρόβες με λόγια κάναμε το τελευταίο δίμηνο και όχι εξαντλητικές. Το σημαντικότερο εφόδιο των ηθοποιών στο γύρισμα ήταν η βαθιά τους κατανόηση για τον χαρακτήρα που έπρεπε να παίξουν, μετά από ένα χρόνο που αυτός κατοικούσε στο μυαλό τους.
Υπάρχει κάποιος βαθμός στον οποίον το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι αντίδραση στο προηγούμενο φιλμ σου; Κάποιοι σκηνοθέτες λειτουργούν έτσι – να θέλησες πχ να εξερευνήσεις κάτι με βάση (ή σε αντίθεση με) την αμέσως προηγούμενη εμπειρία σου. Ή είναι κάτι που δεν υπήρχε συνειδητά στο μυαλό σου; Πώς βλέπεις τη σύνδεση ανάμεσα στις δύο ταινίες – αν υπάρχει;
Σίγουρα ήθελα να κάνω μια πιο ανάλαφρη ταινία απ’ ότι ο Απόστρατος. Το Καλοκαίρι της Κάρμεν έχει και αυτό ένα ικανό φορτίο μελαγχολίας, απλά αλλά αυτή περιβάλλεται από άφθονο σαρκασμό. Στον Απόστρατο υπήρχαν τα ίδια συστατικά σε διαφορετικές αναλογίες – το δραματικό στοιχείο είχε σαφώς μεγαλύτερο όγκο. Μια επιπλέον σύνδεση ανάμεσα στις δύο ταινίες βρίσκεται στο αφηρημένο πεδίο των θεματικών, σε έννοιες όπως ταυτότητα και ανδρισμός οι οποίες διατρέχουν και τις δύο ιστορίες.
Είδαμε στο πρόσφατο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από τη μία πλευρά μια διοργάνωση να βάζει μπροστά το κουήρ ως σημαία, αλλά από την άλλη πλευρά να συμβαίνουν θλιβερά γεγονότα όπως το λιντσάρισμα από έναν όχλο πιτσιρικάδων. Σε τι σημείο πιστεύεις πως βρίσκεται η ελληνική κοινωνία ως προς την αποδοχή των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και αφηγήσεων; Ως καλλιτέχνης, πόσο υπάρχει η ευρύτερη «κοινωνική διάθεση» στο μυαλό σου όταν ξεκινάς να πεις μια κουήρ ιστορία όπως το Καλοκαίρι της Κάρμεν;
Θεωρώ την ελληνική κοινωνία περισσότερο υποκριτική παρά ομοφοβική. Γι’ αυτό και, μέχρι πρόσφατα, η πιο συνήθης συνθήκη για τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα ήταν να ζούνε τη ζωή τους «χωρίς να προκαλούν», δηλαδή, ευνουχίζοντας τη δημόσια παρουσία τους και τις κοινωνικές τους συναναστροφές από οποιαδήποτε αναφορά στην ερωτική και τη συναισθηματική τους ζωή.
Αυτό αλλάζει ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Ζούμε μια στιγμή πρωτόγνωρης ορατότητας για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, την οποία οι νεότερες γενιές μπολιάζουν καθημερινά με νέες εικόνες, πρότυπα και αφηγήσεις, άλλοτε ιθαγενείς και πιο συχνά ξενόφερτες – ό,τι συμβαίνει δηλαδή σε όλο τον παγκοσμιοποιημένο πλανήτη. Αυτή η ορατότητα μοιραία προκαλεί αντιδράσεις γιατί λειτουργεί σαν καθρέφτης προς όλα όσα καταπιέζει η κοινωνία. Κι όταν αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη σου προκαλεί δυσφορία, ή που θα μπεις σε μια επώδυνη διαδικασία ενδοσκόπησης ή, πιο απλά, θα προσπαθήσεις να ξεφορτωθείς τον καθρέφτη.
Αισιοδοξώ ότι σε βάθος χρόνου θα εξασθενίσουν οι επιταγές της πατριαρχίας καθώς είναι προς όφελος όλων μας, όπου κι αν κατοικούμε στο φάσμα του φύλου και της σεξουαλικότητας.
«ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΕΞΟΙΚΕΙΩΜΕΝΟΙ ΜΕ ΤΟ ΑΝΔΡΙΚΟ ΓΥΜΝΟ ΑΠ’ ΟΤΙ ΜΕ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ»
Με την Κάρμεν δεν είχα κάποια συγκεκριμένη ατζέντα – γενικά δεν έχω την τάση να αγορεύω ρητά μέσα από τις ιστορίες μου. Εν τέλει όμως το να παρουσιάζεις κάποια πράγματα με ειλικρίνεια και χωρίς διδακτισμό, μπορεί να γίνει μια βαθύτατα πολιτική πράξη στο βαθμό που θα καταφέρει να φέρει τον «άλλον», αυτόν που είναι ξένος προς τα βιώματα σου, να δει για μιάμιση ώρα τον κόσμο μέσα από τη θέση σου. Μένει να φανεί αυτό από την πορεία της ταινίας στις αίθουσες. Το Καλοκαίρι της Κάρμεν είναι μια κωμωδία για την ανδρική φιλία την οποία ελπίζω να αγκαλιάσει το κοινό και πέραν της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στη Βενετία τον Σεπτέμβριο, πώς ήταν η εμπειρία του φεστιβάλ; Στην αίθουσα που το είχα δει το κοινό διασκέδαζε. Τι εικόνα είχες εσύ και τι σου έμεινε πιο πολύ από την εμπειρία και την αλληλεπίδραση με κόσμο εκεί;
Η πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας είναι καταχωρημένη στη λίστα με τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής μου. Το Φεστιβάλ και οι άνθρωποί του ήταν υπέροχοι, το Λίντο είναι σκανδαλωδώς ειδυλλιακό, η υποδοχή του κόσμου ήταν πάρα πολύ θερμή, η πίτσα τέλεια, τα σπριτς άφθονα… Έφυγα από τη Βενετία με ένα αίσθημα βαθιάς εκπλήρωσης.
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr