Από την Καμπούλ στην Καλιφόρνια. Από την κυριαρχία των σκληροπυρηνικών Ταλιμπάν στην αμερικάνικη κοινωνία των ευκαιριών. Ταυτόχρονα δε και της απρόσωπης- άδικης Αμερικής, που κάνει την προσαρμογή των μεταναστών ιδιαίτερα δύσκολη.
Η κάμερα παρακολουθεί καρέ-καρέ την καθημερινότητα μιας νεοφερμένης Αφγανής γυναίκας, στο Φρίμοντ. Η Ντόνια εργάζεται σε βιοτεχνία μπισκότων. Είναι θαμώνας ενός εστιατορίου το οποίο επισκέπτεται πάντα ολομόναχη και μένει σε καμαρούλα μια σταλιά. Τα βράδια πασχίζει να αντιμετωπίσει τις ατελείωτες αϋπνίες.
Επισκέπτεται ψυχαναλυτή για την συνταγογράφηση υπνωτικών χαπιών. Ο θεραπευτής την καθοδηγεί μέσω ενός πασίγνωστου παιδικού βιβλίου, του «Ασπροδόντη» και σταδιακά αρχίζει να εισπράττει στη ζωή της, νέα ερεθίσματα.
Η ταινία είναι σκοπίμως γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φόντο προσδίδοντας με την απουσία χρώματος, το σύμπαν ματαιότητας και τη ζοφερή καθημερινότητα , όχι μονάχα της ηρωίδας αλλά και των υπόλοιπων χαρακτήρων, οι οποίοι θεωρούνται παρίες της αμερικάνικης κοινωνίας και θα βρουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και αλληλοβοήθειας στις σύγχρονες συνθήκες αποξένωσης.
Ο Βρετανοιρανός σκηνοθέτης Μπαμπάκ Τζαλάλι επιτυγχάνει να προσδώσει στις ενοχές και στη βάναυση θλίψη του κοριτσιού επαρκείς δόσεις χιούμορ, ειρωνεία και να καθοδηγήσει την ηρωίδα του, από την απόγνωση στην ελπίδα. Οι ελπιδοφόρες γνωριμίες γίνονται εκεί που δεν της περιμένεις, ούτε στις εφαρμογές, ούτε και μπροστά από τους τέσσερις τοίχους, αλλά στον έξω κόσμο. Ένα από τα εύστοχα συμπεράσματα της ταινίας.
Η προσαρμογή των μεταναστών σε ένα καινούριο περιβάλλον είναι η μία πτυχή της ιστορίας, η άλλη είναι η ωμή σάτιρα της αμερικανών, που είτε γεννήθηκαν στην Αμερική είτε μετανάστευσαν στην Αμερική, η απομόνωση και η αποξένωση είναι όμοια και στις δύο περιπτώσεις.
Εύστοχο το σάουντρακ- το οποίο κουβαλάει έθνικ και τζαζ ήχους- όπως και άξιοι προσοχής οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές , η πρωτοεμφανιζόμενη Αναίντα Γουάλι Ζάντα ( Ντόνια), ο Γκρεγκ Τέρκινκτον ( ψυχοθεραπευτής) και ο Τζέρεμι Άλεν Γουάιτ ( η απροσδόκητη γνωριμία).
Ιάκωβος Γωγάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα screeneye.gr