Οι ντετέκτιβ Μάικ Λάουρι και Μάρκους Μπερνέτ βρίσκονται στα χνάρια ενός μεγάλου cartel ναρκωτικών, το οποίο προσπαθούν να εντοπίσουν με τη βοήθεια μηνυμάτων που άφησε πίσω του ο άδικα ενοχοποιημένος και νεκρός πλέον αρχηγός τους.
Ουδείς μπορεί να κατανοήσει πραγματικά γιατί επιβιώνει μέχρι σήμερα το κινηματογραφικό franchise των «Bad Boys». Από τα 426.505.244 δολάρια που είχε εισπράξει το προηγούμενο (και τρίτο) φιλμ της σειράς, «Bad Boys for Life» (2020), το 48,4% προερχόταν από το αμερικανικό box-office, δηλώνοντας τη μέτρια απήχηση που είχε το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Γουίλ Σμιθ και Μάρτιν Λόρενς στον υπόλοιπο πλανήτη. Με κόστος γύρω στα 90.000.000 δολάρια, όμως, αντιλαμβάνεται κανείς πως η SONY και ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ δεν θα είχαν το παραμικρό πρόβλημα να… ξεχειλώσουν κι άλλο τη δράση των δύο «πλακατζήδων» ντετέκτιβ.
Με μία εντελώς προσχηματική και άνευ λογικής ιστορία, το «Ride or Die» συνεχίζει από εκεί που μας άφησε η προ τετραετίας ταινία, δυναμώνοντας τη σημασία που έχουν οι οικογενειακές υποπλοκές (χωρίς, όμως, να καταφέρνει ποτέ να πλησιάσει την αντίστοιχη και λειτουργική φόρμουλα των «Fast & Furious»), δίπλα σε μια δολοπλοκία κακών cartel που δραστηριοποιούνται ανενόχλητα στο Μαϊάμι, με «πλάτες» από την Αστυνομία.
Το σενάριο περνά από «χίλια κύματα»… ανώφελης και ανόητης πλοκής, ξεκινώντας από έναν καινούργιο γάμο για τον Μάικ κι ένα καρδιακό επεισόδιο για τον Μάρκους στο party που ακολουθεί της τελετής. Η τόσο κοντά στον θάνατο εμπειρία του Μάρκους, ο οποίος έρχεται σε επαφή και με το νεκρό αφεντικό του στον «άλλο κόσμο», πριν επιστρέψει κανονικά στη ζωή και το κρεβάτι μιας κλινικής, του δίνει τη λανθάνουσα εντύπωση του «απέθαντου», στοιχείο που επιχειρεί ν’ αντλήσει χιουμοριστικές ατάκες και καταστασιακές ανατροπές στη συνέχεια των δρώμενων. Φυσικά, τα «αστεία» βαράνε με άσφαιρα (μοναδική εξαίρεση η σκηνή όπου προσπαθούν να πείσουν δύο ρατσιστές rednecks ότι είναι fans της διάσημης τραγουδίστριας της country Ρίμπα ΜακΙντάιαρ και τους ζητείται να το αποδείξουν… τραγουδώντας το πιο αγαπημένο τους σουξέ της!) και οι διάλογοι είναι τόσο ενοχλητικά ασήμαντοι, σε βαθμό να ήλπιζες το έργο να ήταν… βωβό ή να μην έβγαζε κανείς άχνα για ένα σχεδόν ολόκληρο δίωρο (το οποίο δεν παλεύεται).
Ακόμα και στο κομμάτι του action, παρά τη χρήση (micro)καμερών σύγχρονης τεχνολογίας και drones που στροβιλίζονται αδίκως και ανέμπνευστα σκηνοθετικά σε διάφορα locations και εσωτερικούς χώρους, το θέαμα παραμένει παλιακό («βρωμάει» 90-ίλα, για να το πω κυριολεεκτικά), δίχως το μοντάζ να είναι σε θέση να σώσει το παραμικρό. Το τελευταίο εικοσάλεπτο… αλαλούμ κορύφωσης επιφυλάσσει μονάχα προβλεψιμότητα στην κατάληξη του κάθε κακού χαρακτήρα (όπου επιστρατεύεται έως και ευμεγέθης αλιγάτορας!) και περισσότερες εκρήξεις, διότι αυτό γινόταν ανέκαθεν στις παραγωγές του Μπρουκχάιμερ. Ευελπιστώ αυτό να είναι και το τέλος των «Bad Boys». Για το καλό μας.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Όλη η φτώχια και η αχρηστία του Χόλιγουντ σε ένα φιλμ που επιμένει να παίζει τον ρόλο του franchise, χωρίς να προσφέρει τίποτα το ανανεωτικό ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. Ακόμα και ο χειρότερος Γκάι Ρίτσι του σήμερα βλέπεται πιο ευχάριστα απ’ αυτό το πράμα! Μη σας πω ότι και οι ταινίες που παράγονται από μεγάλες τηλεοπτικές πλατφόρμες πλέον καλύτερο αποτέλεσμα και ψυχαγωγία προσφέρουν…
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr