Σίγουρα, ο Νεντ Κέλι, ο θρυλικός ληστής που λήστευε τράπεζες και κυνηγούσε τοκογλύφους, που μετατράπηκε σύμβολο της αντίστασης, ιδιαίτερα για τους φτωχούς Ιρλανδούς μετανάστες, κατά της βρετανικής αστυνομίας, ο μοναδικός λαϊκός ήρωας της Αυστραλίας, δεν μπορούσε παρά να τραβήξει το ενδιαφέρον των κινηματογραφιστών, από την εποχή μάλιστα του βωβού μέχρι τις μέρες μας, με διάσημα ονόματα όπως ο Μικ Τζάγκερ και ο Χιθ Λέτζερ να τον ερμηνεύουν σε παλιότερες, πάντα ενδιαφέρουσες ταινίες.
Στη σημερινή εκδοχή, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Πίτερ Κάρι, παρ’ όλο που οι αρχικοί τίτλοι μας προειδοποιούν πως ότι ακολουθήσει δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, ακολουθεί, απ’ ότι διαβάζουμε όχι πάντα πιστά, την ιστορία του Νεντ, από νεαρή ηλικία (το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Αγόρι») και τις πρώτες εμπειρίες του με την αστυνομία και τη φυλάκιση, μέχρι την ενηλικίωσή του (με τον τίτλο «Ανδρας»), όταν, ύστερα από συγκρούσεις με μια αστυνομία που προσπαθούσε να κρύψει τις δικές της παρανομίες, έχει φτιάξει την περιβόητη συμμορία του για να συνεχίσει τις ληστείες της (συνήθως τραπεζών) και να μετατραπεί σε λαϊκό ήρωα των καταπιεσμένων Ιρλανδών μεταναστών, μέχρι και τη σύλληψη και τον απαγχονισμό του.
Την ιστορία του Κέλι, ο Αυστραλός σκηνοθέτης Τζάστιν Κουρζέλ (που το 2015 μας είχε δώσει ένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα «Μακμπέθ») παρουσιάζει ενδιάμεσα από μια αφήγηση off, από μια τεράστια επιστολή (πραγματικό γεγονός) που ο Κέλι γράφει στη φυλακή του για έναν υποτιθέμενο γιο του.
Μέσα από ένα καταπιεσμένο πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλον, μια απελπισμένη, πολυμελή οικογένεια Ιρλανδών, μ’ ένα πατέρα που βρίσκει διέξοδο στην κλοπή και μια μητέρα, ένα είδος Bloody Mama (με την Έσι Ντέιβις να δίνει μια εκπληκτική ερμηνεία) που θέλει τα παιδιά της να γίνουν άντρες και που συνεχώς παροτρύνει τον Νεντ να γίνει κλέφτης («για τίποτα μη ζητάς συγγνώμη» του λέει), και μια προπαίδεια στην κλοπή και την αντίσταση που αναλαμβάνει ένας άλλος διάσημος ληστής της εποχής (εξαιρετικός στο ρόλο ο Ράσελ Κρόου), ο νεαρός και αρχικά αθώος Νεντ (Ορλάντο Σβερτ), αναγκασμένος από τις περιστάσεις αναλαμβάνει να υποστηρίξει με κάθε μέσο (συχνά παράνομο) την οικογένειά του (μαζί και τη μικρότερη αδερφή του, που έχει βάλει στο μάτι ένας διεφθαρμένος αστυνομικός) και, αφού για ένα διάστημα καταλήξει στις φυλακές, να αναλάβει, ως άντρας πια (στο ρόλο του ενήλικα Νεντ ένας εξαίρετος Τζορτζ ΜακΚέι), επικεφαλής της περιβόητης συμμορίας του, φορώντας μια χειροποίητη πανοπλία και με ένα σιδερένιο κυλινδρικό κράνος, που τον καθιστούσε σχεδόν αλώβητο, να συνεχίσει τη δράση που τον έκανε διάσημο, μετατρέποντάς τον σε λαϊκό ήρωα των χωρικών της Αυστραλίας, ιδιαίτερα της περιοχής της Βικτώριας όπου δρούσε.
Ο Κουρζέλ στήνει ένα εντυπωσιακό, βουτηγμένο σε μια άγρια, αιματηρή, σχεδόν σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, εξπρεσιονιστικό θέαμα (που δεν απέχει και πολύ από τον «Μακμπέθ» του) και, ύστερα από ένα πρώτο μέρος όπου παρακολουθούμε τον νεαρό, αθώο Νεντ να προσπαθεί να επιβιώσει μέσα σε μια σκληρή, απάνθρωπη κοινωνία, να οδηγούμαστε σ’ ένα δεύτερο, εικαστικά πιο ωμό κινηματογραφικά μέρος, με τον Νεντ να αντιστέκεται τελικά στην αδικία και τη βία της καταπιεστικής βρετανικής αποικιοκρατικής κυβέρνησης, και με τον Κουρζέλ να χρησιμοποιεί τη βία και την ωμότητα για να παρουσιάσει μια όσο το δυνατό πιο αληθινή και σκληρή εικόνα της εποχής, χωρίς όμως ποτέ να χάνει το στοιχείο εκείνο της ανθρωπιάς που εξακολουθεί, ως την τελευταία στιγμή, να υπάρχει στους χαρακτήρες του, ιδιαίτερα στον αδίστακτο από τη μια πλευρά και αδικημένο από την άλλη, ήρωά του.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr