Στη Νέα Υόρκη του σήμερα το ρωσικό εστιατόριο ενός εκκεντρικού ιδιοκτήτη αποτελεί κομβικό σημείο για τις ζωές τεσσάρων άγνωστων μεταξύ τους προσώπων.
Η Λόνε Σέρφιγκ ξεκίνησε από το περίφημο και σχεδόν ξεχασμένο σήμερα Δόγμα 95, χτύπησε την πόρτα των Όσκαρ με το Μια κάποια εκπαίδευση, φλέρταρε με το Χόλιγουντ, σκηνοθετώντας τον Τζέικ Τζίλενχαλ και την Αν Χάθαγουεϊ στο One Day και σήμερα, περίπου είκοσι χρόνια μετά την Αργυρή της Άρκτο για το Italian for beginners, παρουσιάζει μια ελεήμονα, αμβλεία ωδή στην Καλοσύνη των ξένων, πιο συγκεκριμένα στην αξιοθαύμαστη τάση των Βορειοαμερικανών για αλληλεγγύη και υποστήριξη στους μη έχοντες και στους χρήζοντες βοηθείας.
Η Δανή σκηνοθέτις επιχειρεί την οργανική ενσωμάτωση ηθοποιών από διαφορετικά backgrounds και εθνότητες, των Αμερικανών Ζόι Καζάν και Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς, των Άγγλων Μπιλ Νάι και Άντρια Ράιζμπορο, του Γαλλοαλγερινό Ταχάρ Ραχίμ και του Καναδού Τζέι Μπαρούσελ, σε μια λυτρωτική ιστορία κακοποίησης και ανέχειας, καθώς μια απελπισμένη, νέα μητέρα δραπετεύει με τους γιους της από τον βίαιο σύζυγό της και περιπλανιέται στο χειμωνιάτικο Μανχάταν, ξεμένοντας από χρήματα, δίχως στέγη και γνωστούς, και αναγκάζεται να κλέβει φαγητό ή να καταφεύγει στα συσσίτια απόρων, χωρίς να έχει πλάνο εξόδου από την αξιοπρεπή δοκιμασία.
Μια νοσοκόμα Σαμαρείτης και ένας νυν εκκεντρικός, πρώην κατάδικος που έκανε φυλακή χωρίς να φταίει και τώρα έχει, από καθαρή σύμπτωση, αναλάβει ένα ρωσικό εστιατόριο πολυτελείας γίνονται οι σωτήρες των τριών φυγάδων σε μια συνειδητή απόπειρα της Σέρφιγκ να μετατρέψει τη σκληρή και αφιλόξενη εικόνα της αμερικανικής μεγαλούπολης σε ένα καταφύγιο καλόκαρδων, τρυφερών ανθρώπων. Περιγράφοντας την ταινία, είναι αδύνατο να μην καταφύγει κανείς σε χριστιανική ορολογία: σαν μια λουθηρανική φαντασία (ειρωνικά, οι θεολογικές θέσεις του θεμελιωτή των Ευαγγελιστών είναι 95, όπως και στο Δόγμα), η Καλοσύνη των Ξένων βασίζεται σε μια συμπονετική, εξόχως ενάρετη ματιά, τόσο υποκειμενική όσο, αντίστροφα, η στυλιζαρισμένη βία σαδιστικών περιπετειών, και χρησιμοποιεί τη Νέα Υόρκη σαν κρυφή εκκλησία, με τη σκηνογραφία να εστιάζει στη γοτθικότερη αρχιτεκτονική της και τις χειρονομίες των χαρακτήρων να τείνουν με τρυφερότητα στη συγχώρεση.
Καθόλου τυχαία, ο μοναδικός κακός σε αυτή την πανστρατιά των καλόψυχων είναι ο αστυνομικός σύζυγος και πατέρας ‒ φτυστός καθολικός. Σίγουρα υπάρχει δουλειά στο σενάριο και «ματιά» στη σύνθεση, αλλά ο μονοδιάστατος τόνος, η ουδέτερη μουσική υπόκρουση και κυρίως η παντελής απουσία δραματικής έντασης, που φτάνει σε αδράνεια συναισθήματος, σκορπίζει την ταινία σε μια πεδιάδα συγκατάβασης και αναληθοφάνειας.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα lifo.gr