Το σινεμά, όπως κι όλες οι τέχνες, είναι βαθιά γειωμένο στην πραγματική ζωή. Κι όπως η αληθινή ζωή δεν είναι μονοδιάσταση, έτσι και το σινεμά ως ένα είδος κατόπτρου, αναπαριστά το πολυδιάσταστο του βίου.
Μετά από την παρακολούθηση μιας ταινίας, πάντοτε κατακλυζόμαστε από περισσότερο ή λιγότερο έντονα συναισθήματα. Νιώθουμε ικανοποιημένοι ή δυσαρεστημένοι, χαρούμενοι η λυπημένοι, προβληματισμένοι ή αδιάφοροι, κεφάτοι οι συνοφρυωμένοι. Το ζητούμενο είναι να μην βγαίνουμε αδιάφοροι επειδή αυτό θα σημαίνει πως η ταινία δεν πέτυχε το σκοπό της.
Η Σάνον Μέρφι με το «Babyteethe», δεν ανήκει στην τελευταία κατηγορία. Η ταινία της, από την πρώτη στιγμή κερδίζει το ενδιαφέρον και στη συνέχεια, με τρόπο σχεδόν εκβιαστικό, παίρνει το θεατή και τον βυθίζει στην καθημερινότητα της ζωής των ηρώων της. Τους βάζει μέσα στο σπίτι τους για να παρακολουθήσουν κε του σύνεγγυς το δράμα το οποίο κορυφώνεται καθώς η απειλή του αναπόφευκτου που καραδοκεί, παύει να είναι απλή απειλή.
Ο Μόζες, ένας παράξενος νεαρός ο οποίος ζει στα όρια του νόμου, γνωρίζεται τυχαία με τη 15χρονη Μίλλα. Το κορίτσι στο πρόσωπο του γνωρίζει τον πρώτο έρωτα τον οποίο νιώθει να φουντώνει μέσα της. Τον φέρνει στο σπίτι των καλοβολεμένων αστών γονιών της, οι οποίοι δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Από την άλλη όμως προσπαθούν να είναι όσο πιο ευγενικοί μπορούν μαζί του, επειδή δε θέλουν να δυσαρεστήσουν την κόρη τους. Κι αυτό αφενός επειδή την υπεραγαπούν αφετέρου επειδή η Μίλλα είναι άρρωστή και η ζωή της κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή.
Συμβαίνουν διάφορα περιστατικά, όχι ιδιαίτερης έντασης που όμως κινούνται σε εύθραυστες ισορροπίες. Η Μίλλα νιώθε ευτυχισμένη με τον Μόζες, εκείνος, φαίνεται αδιάφορος αλλά κατά βάθος τη νοιάζεται. Όσο για τους γονείς της κοπέλας αυτοί θέλουν το καλύτερο για την κόρη τους και της κάνουν όλα τα χατίρια.
Εν τω μεταξύ ο χρόνος περνά και το διαφαινόμενο δράμα πλησιάζει απειλητικά επηρεάζοντας καταλυτικά τις ζωές των πρωταγωνιστών. Καταργώντας συμβάσεις γκρεμίζοντας ηθικές νόρμες, φτάνοντας στα άκρα.
Η σκηνοθέτιδα έχει μιλήσει για τη «δυαδικότητα του χιούμορ και του πόνου που πλαισιώνουν κάθε σκηνή της ταινίας». Προσωπικά αυτό που ένιωσα ήταν μόνον ο πόνος των ηρώων. Το χιούμορ στο οποίο αναφέρεται η σκηνοθέτιδα, δύσκολα διακρίνεται καθώς η αίσθηση του αναπόφευκτου το οποίο θα έρθει ό,τι και να κάνουν οι πρωταγωνιστές, δεν αφήνει περιθώρια, ούτε καν για απλά μειδιάματα.
Η αφήγηση που έχει επιλέξει η Σάνον Μέρφι, «είναι στυλιζαρισμένη, με εναλλαγές διαλόγου και κοψίματα μουσικής, ώστε να επιτρέπει στον θεατή να κινείται και να μετατοπίζεται ανάλογα με τον επιταχυνόμενο ρυθμό της Μίλλα», όπως λέει η ίδια. Και είναι μια αφήγηση η οποία προσδίδει στην ταινία ρυθμό ανάλογο με τις ανάσες των ηρώων της, εναλλασσόμενες ανάσες αγωνίας και ανακούφισης. Και μέσα αυτό βρίσκεται η Μίλλα, η ουσιαστική πρωταγωνίστρια της ταινίας, επάνω στη ζωή της οποίας έχει στηθεί όλη η ιστορία. Η Μιλλά, μια 15χρονη κοπέλα η οποία επιδιώκει να ζήσει τον έρωτα και φαίνεται αποφασισμένη να το κάνει. Και τον ζει παρά την απειλή. Είναι ο μόνος ο οποίος, ακόμη κι αν στο τέλος ηττηθεί, μπορεί να αντιπαρατεθεί στα ίσα με το θάνατο.
Ταινία σχέσεων οι οποίες όμως σχέσεις λειτουργούν υπό την πίεση του συμβάντος. Που εάν δεν υπήρχε αυτό το συμβάν, ως απειλή που πλησιάζει, ενδεχομένως να ήταν διαφορετικές. Όμως η ζωή δε συμβαίνει ερήμην συμβάντων, γεγονότων και περιστατικών. Κινείται και ως κίνηση νοείται ο κίνδυνος της ανατροπής των ισορροπιών. Και η Σάνον Μέρφι γνωρίζει πώς να χειριστεί την καθημερινότητα των ηρώων της, πώς να προσεγγίσει την ανθρώπινη κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται ερήμην τους.
Η ταινία είναι βασισμένη στο θεατρικό έργο της Αυστραλής συγγραφέα και ηθοποιού Ρίτα Καλνεζάις, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, με μεγάλη επιτυχία, το 2012 στο Σίδνεϊ.
Η σκηνοθέτιδα, δηλώνει για την ταινία της: «Εμπνεύστηκα από την πρόκληση της εναρμόνισης της δυαδικότητας του χιούμορ και του πόνου που πλαισιώσουν κάθε σκηνή της ταινίας. Δε θα μπορούσε να υπάρχει τίποτα το προσωρινό στην προσέγγισή μου να αναπαραστήσω με αυθεντικότητα την πρωταγωνίστρια Μίλλα, που στα 15 της αισθάνεται πιο ζωντανή από ποτέ, καλείται όμως ξαφνικά να αντιμετωπίσει τη δική της θνησιμότητα. Η γλώσσα της ταινίας είναι στυλιζαρισμένη, με εναλλαγές διαλόγου και κοψίματα μουσικής, ώστε να επιτρέπει στον θεατή να κινείται και να μετατοπίζεται ανάλογα με τον επιταχυνόμενο ρυθμό της Μίλλα. Ερωτεύεται τον Μόζες, τον οποίο βλέπει ως αφορμή για να την ωθήσει στα όρια της με έναν ακραίο τρόπο. Καθώς μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στη ζωή των γονιών της ανακαλύπτουμε τις δυσλειτουργίες και τις περίπλοκες εντάσεις που υπάρχουν, καθώς αυτή η οικογένεια αντιμετωπίζει τον χειρότερο εφιάλτη της. Σταδιακά απογυμνώνονται πίσω στις ωμότερες μορφές τους. Ελπίζω το κοινό να ζήσει μια αξέχαστη εμπειρία βλέποντας το Babyteeth, μια εμπειρία που οι θεατές θα νιώσουν βαθιά μέσα τους και θα τους κάνει να πονέσουν αλλά και να χαρούν για τις δικές τους σχέσεις»
Στράτος Κερσανίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα kersanidis.wordpress.com