Ντροπαλό αγόρι που περνά τις καλοκαιρινές του διακοπές σε παραλίμνιο εξοχικό σπίτι φίλων της οικογένειάς του, σταδιακά έλκεται από την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερή του κόρη τους. Εκείνη έχει μια αδιευκρίνιστη εμμονή με φαντάσματα που, όπως πιστεύει, κρύβονται στα βαθιά νερά της λίμνης.
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Γαλλοκαναδής ηθοποιού Σαρλότ Λε Μπον ακολουθεί τα τυπικά πρότυπα μιας ταινίας ενηλικίωσης, όμως, όχι στο (σύνηθες) ύφος του αμερικανικού νεανικού σινεμά της δεκαετίας του ‘80, αλλά του σύγχρονου φεστιβαλικού art-house (βλέπε και το στερεοτυπικό, πια, «τετράγωνο» καρέ, το οποίο δεν εξυπηρετεί σε τίποτα…). Τουτέστιν, το φιλμ είναι πλημμυρισμένο από ευγενείς προθέσεις κι από στιγμιότυπα ενός εφηβικού καλοκαιριού, από εκείνα που το προφανές motto λέει πως «θα σου αλλάξουν τη ζωή», πάσχοντας σημαντικά στον τομέα της αφήγησης, όπως πολλάκις έχουμε επισημάνει για τις ταινίες του «genre».
Δίχως να διαθέτει (αν και το προσπαθεί ενίοτε) την κατατονική αποσπασματικότητα του «Aftersun» (2022) ή την απλοϊκότητα της «Μικρής Μαμάς» (2021), το φιλμ στήνει ένα καταστασιακό εφηβικών συναισθημάτων και άγουρης σεξουαλικής έλξης, πασχίζοντας να το περιβάλλει υπό καθεστώς λανθάνοντος μεταφυσικού μοτίβου. Το φάντασμα του παιδιού που κάποτε είχε πνιγεί στη λίμνη και που σύμφωνα με την εξωστρεφή Κλοέ έχει στοιχειώσει τα νερά της, ναι μεν αναδεικνύει μια «πένθιμη» πλευρά του εαυτού της, αποκαλύπτοντας παράλληλα το «κόλλημά» της με την ιδέα του θανάτου, εν τούτοις, ουδέποτε γίνεται ουσιαστικό μέρος της πλοκής, με τρόπο που να προξενεί αληθινά την περιέργεια για το τι (μπορεί να) κρύβεται από κάτω. Η γυριστή που το φινάλε επιφυλάσσει περισσότερο επιβεβαιώνει το σκεπτικό αυτό, δημιουργώντας την αίσθηση πως η Λε Μπον πάσχισε να χώσει… από το παράθυρο κάτι που ούτε σεναριακά δουλεμένο ήταν, ούτε μπορούσε να υπηρετήσει και σκηνοθετικά με την (ουσιαστική) υποβλητικότητα που θα άρμοζε στην περίσταση.
Εκεί που η νεαρή auteur τα καταφέρνει καλύτερα είναι στο ξεφύλλισμα του… «photo album» των ανέμελων διακοπών ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού, που αμφότερα μοιράζονται τις κοινές ανησυχίες της ηλικίας τους. Ο φόβος της πρώτης σεξουαλικής επαφής, η αλόγιστη κατανάλωση αλκοόλ ως δείγμα ενηλικίωσης, η αναζήτηση του φιλιού, η (ανόητη) ερωτική αντιζηλία και το ατελείωτο, άσκοπο κουβεντολόι, κατατίθενται σαν κλασικές στιγμές μιας τόσο κοινής (για τους περισσότερους, θαρρώ) εφηβείας. Η Λε Μπον λούζει τις εικόνες της μ’ ένα μόνιμο απογευματινό λυκόφως, λες και επιχειρεί με τον τρόπο αυτό να δημιουργήσει το κλίμα μυστηρίου το οποίο με απόγνωση γυρεύει. Η αφίσα του «Ψυχώ» (1960), η οποία κρέμεται φάτσα κάρτα στο εφηβικό δωμάτιο μιας εξοχικής κατοικίας του επαρχιακού Κεμπέκ, υπογραμμίζει την (αχρείαστη) αυτή ανάγκη, γεννώντας παράλληλα ήσσονος σημασίας ερωτήματα αληθοφάνειας. Οι σημαντικές απορίες, ωστόσο, γεννιούνται από την ανατροπή του τέλους, καθώς και από την απουσία του οποιουδήποτε διακυβεύματος των όσων προηγήθηκαν αυτού.
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Χαμηλών τόνων και ρυθμών δράμα ενηλικίωσης, με μία (με το ζόρι) υπερφυσική αύρα στη ραχοκοκαλιά του. Καθαρόαιμο φεστιβαλικό προϊόν, που αν κάπως τη σκαπουλάρει σε σχέση με άλλα (ονομαστά…) φιλμ του «είδους», οφείλεται περισσότερο στο γεγονός πως διαθέτει μια τιμιότητα στην εφηβική ματιά του, η οποία δεν υπερβαίνει τις μικρές του απαιτήσεις. Όσοι ενθουσιάστηκαν με τους τίτλους που αναφέρονται στο άνωθεν κείμενο (όχι του «Ψυχώ», τους άλλους!), ενδεχομένως να «πάθουν» και με τούτο.
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr