Δίπλα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς, ο διοικητής του Ρούντολφ Ες ( υπαρκτό πρόσωπο, απλώς συνώνυμο του πρωτοπαλίκαρου του Χίτλερ ) διάγει έναν ήσυχο οικογενειακό βίο, σε ένα ονειρεμένο σπίτι, με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Οι συνθήκες ειδυλλιακές, τόσο που όταν του ανακοινώνεται προαγωγή και μετάθεση, η γυναίκα του προτιμάει να συνεχίσει τη διαμονή της στο χείλος της κόλασης. Άραγε τι γνωρίζουν όλοι αυτοί για τα όσα συμβαίνουν λίγα μέτρα δίπλα από την τακτοποιημένη ζωή τους; Στο τετραγωνισμένο-μπαουχάους σπίτι τους ο ορθολογισμός σκοτώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πριν απ’ όλα των ίδιων των εγκληματιών…
Σταδιακά μας αποκαλύπτεται ότι όλοι είχαν αντιληφθεί το γειτονικό τους ολοκαύτωμα, με πρώτη τη γιαγιά και έσχατο τον Ες, καθώς αυτός εμέσει με το τέλος του φιλμ. Πεπεισμένος ότι πρόκειται για μια εθνική αποστολή τοποθετεί τον εαυτό του, με τον τρόπο που περιγράφει η Χάνα Άρεντ την κατάσταση του Άιχμαν: η κοινοτοπία του κακού, ένα δημοσιοϋπαλληλίκι. Στη διαδρομή, απόστασης μερικών μέτρων, από τις φλόγες της κόλασης στην ψευδαίσθηση του παραδείσου, κινούνται οι άνθρωποι, τα θύματα και οι θύτες, με το οπτικό πεδίο των δεύτερων αποκομμένο από αυτό των πρώτων. Ένας μπετοναρισμένος τοίχος με συρματοπλέγματα και μια πύλη εισόδου-εξόδου των δολοφόνων έρχονται αποκλειστικά σε ηχητική επαφή μέσω μιας καλοδουλεμένης ηχητικής μπάντας, με νύξεις απομακρυσμένων οιμωγών να μπλέκουν με μια στριγγή, μινιμαλιστική μουσική, σα να πρόκειται για μια συμφωνία του τρόμου. Ανθρώπινη απελπισία σε ρόλο μουσικού οργάνου.
Η Ιστορία, μια γριά μάγισσα, όπως αυτή του κλασικού, αρχετυπικού παραμυθιού του Χανς και της Γκρέτελ, ασπρόμαυρη και θριλερική, στα σχετικά πλάνα με το κοριτσάκι να αφιερώνει μήλα-κεράκια στους νεκρούς.. Ο φούρνος του παραμυθιού μπορεί να ανάβει και στην πραγματικότητα, προκαλώντας την ηθική στάση του καθενός στην εύθραυστη και εις βάρος άλλων ευδαιμονία. Η απειλή του καθημερινού φασισμού, έμπρακτος θιασώτης του οποίου δύναται να είναι οποιοσδήποτε, απαιτεί την αυστηρή αυτοκριτική για τα όσα συμβαίνουν λίγα μέτρα πιο ‘κει από τον τεχνητό παράδεισό μας.
Το εύρημα του αποκλεισμού της κεντρικής σκηνής του δράματος μπορεί θεωρητικά να αποτελεί το πολύτιμο υλικό της ταινίας, ωστόσο δεν είναι απολύτως πρωτογενές, αφού τα σχεδόν πειραματικά έργα των Γερμανών Στράουμπ – Υγιέ έχουν κατά κόρον ασχοληθεί με τον αποκλεισμό του λαού, του κυρίως πρωταγωνιστή της Ιστορίας, από το κινηματογραφικό πεδίο. Το λόγο έχει πάντα η εξουσία…
Ο,τι ξεκινάει και εξελίσσεται ως αποκλεισμός, καταλήγει με την απόλυτη διαφάνεια του μουσείου του Άουσβιτς, όπως οι καθαρίστριες γυαλίζουν τις βιτρίνες του. Πόσο έχει δικαίωμα η τέχνη να εμπορεύεται το θάνατο;. Σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα ( το οποίο συμπεριλαμβάνει και την ίδια τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» ), αυτοσχολιαστικά σχεδόν ο σκηνοθέτης ενδύεται τις τύψεις για την ίδια του την πράξη, θεωρώντας την αναγκαία για τη μνήμη της φρίκης. Χωρίς αυτήν, η Ιστορία μπορεί ανά πάσα στιγμή να επαναληφθεί ως τραγωδία. Αρκεί να αντιστρέψει ο θεατής τους χώρους και να τοποθετήσει στη θέση του Άουσβιτς την επίσης περιτειχισμένη Γάζα, με τις οιμωγές μπλεγμένες κουβάρι με τις βόμβες.
Βασίλης Κεχαγιάς
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα alterthess.gr