Ο Ρίκι Ντ’Αμπρόουζ φιλοτεχνεί το κινηματογραφικό πορτρέτο μιας ευρείας οικογένειας υπό σταδιακή διάλυση μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μεγαλώνει σε συγκρουσιακές συνθήκες. Παράλληλα, χαρτογραφεί ορισμένα από τα ορόσημα των δεκαετιών που περνούν από τη ζωή του νεαρού, εξερευνώντας ελεύθερα το αποτύπωμα που αφήνουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του και τη σύνδεσή τους με τα βιώματά του, άλλες φορές ευθεία (όπως στην περίπτωση της έξαρσης του AIDS) και άλλες πιο αφαιρετική (στα όρια του ανύπαρκτου).
Ο «Καθεδρικός» μοιάζει με πειραματικό χωνευτήρι κινηματογραφικών αναφορών, οι οποίες, όμως, εμφανίζονται αποψιλωμένες από τις ελκυστικές ιδιομορφίες τους. Στο αυτοβιογραφικών αποχρώσεων κείμενό του διαβάζουμε τις παραπομπές στο σινεμά του Τέρενς Ντέιβις σε μια πιο κλινική εκδοχή, δίχως τη λυρικότητα που χαρακτηρίζει την κινηματογραφική κληρονομιά του σπουδαίου Βρετανού. Η σφυρηλάτηση του χαρακτήρα του νεαρού πρωταγωνιστή ως μελλοντικού δημιουργού θυμίζει Τζοάνα Χογκ, πλην όμως η κάμερα του Ντ’Αμπρόουζ προτιμά να μένει συχνά έξω από τα δωμάτια που κυοφορούν τη σύγκρουση που μετατρέπεται σε κινηματογραφική ύλη. Ως ταινία ενηλικίωσης ενός παιδιού που ψάχνει τη θέση του στον κόσμο προσπαθώντας να αποδράσει από τις ανισορροπίες της δυσλειτουργικής οικογένειάς του φέρνει στον νου το «Boyhood» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, αλλά στέκεται μακριά από την αισθητική ευαισθησία του τελευταίου και χωρίς κατ’ ανάγκη να εκφράζει την αγάπη για τους χαρακτήρες με όλα τα στραβά τους.
Τα κάδρα της ταινίας είναι φροντισμένα, δείγματα μιας αποτελεσματικής ανά διαστήματα mise-en-scène, η οποία πάντως σκοντάφτει σε ένα στιλιζάρισμα που οδηγεί σε υπερβολικά ψυχρό αφηγηματικό ύφος. Δυσπρόσιτο για το κοινό, ερμητικά αυτοαναφορικό για τον δημιουργό, σαν όλη η ταινία να λαμβάνει χώρα σε ένα νοητικό μέρος που κρατάει κρυμμένα πολλά από όσα υπόσχεται να φανερώσει στην πορεία. Η ένταση, βέβαια, εμφανίζεται σποραδικά στο κείμενο της ταινίας υπό διαφορετικές μορφές, αλλού υπόκωφη, αλλού πιο δυναμική, ποτέ πάντως ιδιαίτερα μαγνητική. Η συμπαγής αισθητική σίγουρα προσμετράται στα θετικά, όπως και ορισμένες ευφυείς αντιπαραβολές και χαρακτηρολογικές εξελίξεις που ξεχωρίζουν στο αφηγηματικό μωσαϊκό του Ρίκι Ντ’Αμπρόουζ, μαζί με τις ταξικές απολήξεις της ιστορίας.
Από την άλλη, η λογοτεχνικότητα που προσδίδει το voice over εγκαταλείπεται όσο προχωράει το φιλμ και αδυνατεί να γεφυρώσει την απόμακρη προσέγγιση του δημιουργού με την παιδική οπτική γωνία που συγχέει γεγονότα και κρίσεις σε μια καταδικασμένη προσπάθεια να ερμηνεύσει τον αντιφατικό κόσμο των ενηλίκων. Η επίγευση της ταινίας, πάντως, παρά τις φανερές αδυναμίες, γεννά την υπόσχεση ενός δημιουργού που γνωρίζει πώς να χειριστεί το μέσο και δεν αποκλείεται να διαγράψει σημαντική πορεία στον χώρο του arthouse.
Φίλιππος Χατζίκος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr