Ο Jonathan Glazer είχε φανερώσει μια διαφορετική από τον μέσο όρο κινηματογραφική ματιά ήδη από την εποχή που ξεκινούσε στον χώρο των μουσικών βίντεο, είναι όμως η πρώτη φορά που μεταφράζει την αισθητική καλλιέργειά του σε κάτι τόσο κατασταλαγμένο, ώριμο και φιλοσοφημένο νοηματικά. Κάτι που αν το επεξεργαστεί βαθύτερα μια μερίδα του κοινού ίσως να ενοχληθεί σε βαθμό υπαρξιακού σοκ. Γιατί; Αρκεί να θυμηθεί κανείς την πλειοψηφία των ταινιών που έχουν γυριστεί για το Ολοκαύτωμα, κάποιες πολύ σπουδαίες, κάποιες λιγότερο, το πώς δομούνται γύρω από την απερίγραπτη φρίκη της όλης συνθήκης και την τερατώδη ιδεολογική μηχανή που την υλοποίησε. Όσο περίεργο και αν ακουστεί, σε αυτήν τη δομή υπάρχει κάτι το ανακουφιστικό στο πόσο απρόσιτα σατανικός σκιαγραφείται ο ψυχισμός του κάθε ναζιστή, δημιουργεί μια τεράστια απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και τον μέσο θεατή που οδηγεί σε ένα συναίσθημα παρηγοριάς τελικά: «ευτυχώς, εγώ δεν είμαι και ούτε θα γίνω ποτέ σαν αυτούς».
Η «Ζώνη Ενδιαφέροντος», επιλέγοντας να επικεντρωθεί στη ρουτίνα των αυτουργών της κτηνωδίας, διατυπώνει πως οι ανθρώπινες κοινωνίες διαχρονικά (ναι, όχι μονάχα στη ναζιστική Γερμανία, για αυτό έχει κι επιπρόσθετη σημασία το εξαιρετικό φινάλε) διαμορφώνονται με έναν τρόπο τέτοιο που οδηγεί σε αυτοματισμούς στη συμπεριφορά, με τελευταίο στάδιο την απώλεια της ενσυναίσθησης. Στο ιστορικό παράδειγμα στο οποίο αναφέρεται το φιλμ μάλιστα φτάνει στο σημείο τα ίδια άτομα που φιλούν τα παιδιά και τη γυναίκα τους το πρωί να στέλνουν αργότερα μέσα στη μέρα εκατοντάδες άλλα παιδιά και γυναίκες στον θάνατο, και αυτό να κανονικοποιείται μέσα από μια μαζική ψυχολογική διεργασία στην οποία τον πρώτο λόγο τον έχει το ίδιο το κράτος. Και μέσω αυτής της διαπίστωσης, τίθεται το ερώτημα: αν ένας άνθρωπος που δεν σκοτώνει κι ένας που σκοτώνει κινούνται αμφότεροι με βάση μια προσωπική ηθική πυξίδα, τότε μήπως τα στάδια που θεωρητικά χωρίζουν τον έναν από τον άλλον, από τη στιγμή που σε μεγάλο βαθμό υπαγορεύονται άνωθεν, στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο πολλά;
Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο Glazer ενισχύεται περαιτέρω από το ύφος που επιλέγει για να αφηγηθεί την ιστορία του (που ίσως χρωστάει περισσότερα σε επίπεδο επιρροών στην αποστασιοποίηση ενός Haneke παρά ενός Kubrick), το οποίο ενδέχεται και να αποτελεί μια έμμεση απάντηση στο υποείδος της «οσκαρικής ταινίας για το Ολοκαύτωμα» που καθιερώθηκε στο σινεμά τις τελευταίες δεκαετίες. Μέσω γενικών πλάνων, της συχνής χρήσης ευρυγώνιων φακών και μιας κάμερας που κινείται πολύ επιλεκτικά και πολύ αυστηρά, μεταδίδεται μια ψυχρότητα που μεταφράζει οπτικά τον ψυχισμό των προσώπων που εμπλέκονται ως θύτες ή συνένοχοι και καθιστά έτσι την οδύνη των εγκλημάτων πολύ πιο βαθιά από αυτό που θα ήταν με τη συνηθισμένη, συναισθηματικά φορτισμένη καταγραφή της συνταγής που έχει επικρατήσει σε άλλες περιπτώσεις, επειδή αποτυπώνει σε όλη της την έκταση και την εσωτερική αποκτήνωση της ένοχης πλευράς. Μέχρι και η σχετικά μικρή χρονική διάρκεια πάει «κόντρα» στην αντίληψη του ιστορικού δράματος ως έπος εστιάζοντας στην ουσία των δρώμενων και όχι στην επιδερμίδα μιας εντυπωσιακής αναπαράστασης της εποχής, κάτι που τονίζεται ακόμη περισσότερο από τον ασφυκτικό γεωγραφικό περιορισμό της δράσης. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η στοιχειωτική μουσική δια χειρός Mica Levi, που μέσω μιας πολύ απλής και μινιμαλιστικής οδού κατορθώνει να μεγιστοποιήσει τη φρίκη των όσων υπονοούνται, από τη στιγμή που εσκεμμένα η ασύλληπτη βία των στρατοπέδων συγκέντρωσης μένει εκτός κάδρου (κάτι που αποτελεί μια δημιουργική απόφαση που εμπεριέχει έντονο ήθος).
Στην ίδια γραμμή εντάσσονται και οι ερμηνείες, στην πλειοψηφία τους εξαιρετικά μετρημένες και προσεκτικές ως προς το να αποδώσουν πρόσωπα που επιφανειακά δείχνουν λειτουργικά, μέχρι να φανερωθεί η αλλοτρίωσή τους μέσα από μια σειρά πράξεων αλλά και από συγκεκριμένες λεπτομέρειες που ολοκληρώνουν ένα δυσάρεστο παζλ. Ειδική μνεία ίσως πρέπει να γίνει στην Sandra Huller, η οποία ναι μεν αναμένεται να είναι στην επερχόμενη οσκαρική πεντάδα πρώτου γυναικείου ρόλου για την «Ανατομία μιας Πτώσης», αλλά οι λεπτές αποχρώσεις του εν λόγω πορτρέτου της και το πώς αυτές φτάνουν στον πυθμένα της «καρδιάς του σκότους» του ρόλου αυτού χωρίς να αγγίζουν ποτέ την υπερβολή υπογραμμίζουν ότι, μερικές φορές, η σπουδαία ηθοποιία γίνεται να λειτουργήσει και με πιο αθόρυβους τρόπους και να εντυπωθεί στη μνήμη, ακόμη και αν η αναγνώριση μέσω βραβείων ενδεχομένως να είναι μικρότερη.
Σπανίως στην κινηματογραφική μυθοπλασία εν γένει έχουν προσεγγιστεί τα υπό εξέταση ιστορικά γεγονότα τόσο εγκεφαλικά και με ερωτήματα που να φέρνουν τον εκάστοτε σινεφίλ μπροστά σε τόσο δύσκολες παραδοχές. Γι’ αυτό και η «Ζώνη Ενδιαφέροντος» θα έχει ένθερμους υποστηρικτές αλλά ενδεχομένως και κάποιους σφοδρούς επικριτές, ειδικά ανάμεσα σε εκείνους που σ’ ένα φιλμ αναζητούν συνήθως κάποιο συναισθηματικό «πάτημα» που θα τους παρέχει καθοδήγηση κατά τη διάρκεια της πλοκής. Σίγουρα πάντως ο στοχασμός που πραγματοποιείται σε επίπεδο φιλοσοφικό, πολιτικό και κοινωνιολογικό οδηγεί σε συμπεράσματα που, αν περάσουν από μια κατάλληλη επεξεργασία από τον δέκτη, ενδέχεται να είναι αφυπνιστικά μέχρι και σε λυτρωτικό βαθμό. Εν ολίγοις, πρόκειται για σινεμά που φτάνει το μαχαίρι ως το κόκαλο, ενοχλητικό, διεισδυτικό και συνταρακτικό μ’ ένα modus operandi που δρα απρόσμενα και άκρως αποτελεσματικά.
Πάρις Μνηματίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα filmy.gr