Σε μια πτωχική επαρχία της βορειοανατολικής Αγγλίας, η ξαφνική εμφάνιση Σύριων προσφύγων που βρίσκουν καταφύγιο εκεί προκαλεί τον διχασμό των κατοίκων, με επίκεντρο την τελευταία σε λειτουργία pub της πόλης.
Θεωρώ πως η εξέλιξη του Κεν Λόουτς βρήκε το peak της στο «Βροχή από Πέτρες» (1993). Έκτοτε, υπήρξε ένας καλομαθημένος «τρόφιμος» φεστιβαλικών διοργανώσεων (για να μην ονοματίσω μονάχα τις Κάννες…), ο οποίος μετέτρεψε το λαϊκο-αριστερο-ουμανιστικό προφίλ των ταινιών του σε κανονική φάμπρικα που εμπορεύεται δίχως αιδώ το κριτικής αποδοχής «art-house» δράμα. Η «Τελευταία Παμπ», εκτός από ένα από τα χειρότερα φιλμ που έχει υπογράψει στην καριέρα του, αποτελεί και ένα ακραία χειριστικό ξεφτιλίκι της δραματουργικής γραμμής του.
Σε χολιγουντιανή παραγωγή, θα ωρύονταν οι προσκυνητές του αν έβλεπαν τα πράγματα που συμβαίνουν εδώ! Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι ο Λόουτς στα 87 του χρόνια ανακάλυψε την ύπαρξη… προσφύγων στην Ευρώπη! Άκουσε ότι πιάνει τόπο και συγκινεί η θεματολογία αυτή και είπε να την ενθέσει σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο δράσης της φιλμογραφίας του, βουτηγμένο στη φτώχεια και την απαισιοδοξία. Με ολίγη από ξενοφοβική αντίδραση, για την πολιτική κόντρα της υπόθεσης, που ευαισθητοποιεί κοινωνικά ακόμα περισσότερο.
Σύριοι κατατρεγμένοι και σκορπισμένοι στους πέντε ανέμους βρίσκουν καταφύγιο σε μικρή πόλη πρώην ανθρακωρύχων στη βορειοανατολική Αγγλία. Με το που πατάνε το πόδι τους εκεί γίνονται στόχος του πιο ρατσιστικού τμήματος του lumpen προλεταριάτου, που τους αντιμετωπίζει (έως και) ανταγωνιστικά, βλέποντας ν’ αποκτούν αμέσως στέγη και αγαθά για τα οποία εκείνοι μόχθησαν. Το θέμα σχολιάζεται ποικιλοτρόπως στην τελευταία pub που παραμένει ανοιχτή στην περιοχή, ιδιοκτησίας του μεσήλικα κυρίου Μπάλανταϊν, που ζει εκεί μοναχικά, με τη συντροφιά του μικρού του σκύλου.
Μία Σύρια που έμαθε τα αγγλικά σε στρατόπεδα προσφύγων και δέχθηκε επίθεση από ντόπιο που της έσπασε τη φωτογραφική μηχανή, θα ζητήσει βοήθεια από τον κύριο Μπάλανταϊν, ο οποίος θ’ ανοίξει την καρδιά του στη νεαρή κοπέλα που βιώνει την απουσία της πατρικής φιγούρας. Όταν ένα πίσω δωμάτιο της pub μετατραπεί σε χώρο για κοινωνικό συσσίτιο, με στόχο το καλύτερο «πάντρεμα» Βρετανών και Σύριων, τα δύο μέτωπα θα αντιμετωπίσουν τριβές πιο ανεξέλεγκτες.
Τα δραματικά στερεότυπα, οι απιθανότητες και τα καταστασιακά «now you see me, now you don’t» του σεναρίου θα αποκτήσουν ιλιγγιώδη ταχύτητα με προσανατολισμό εκτροχιασμού προς το… τραγελαφικό! Από ολόκληρη την υποπλοκή με το σκυλάκι, μέχρι το δράμα της Γιάρα και του φυλακισμένου πίσω στην πατρίδα πατέρα της ή τα sabotage των κακών «συντρόφων» και φίλων του κυρίου Μπάλανταϊν, η μίρλα και η αρνητικότητα δεν έχουν τελειωμό. Όσο συμπαθείς και να προσπαθούν να φανούν στον μέσο θεατή οι δύο κεντρικοί ήρωες, είναι αδύνατον να δεχτείς τα περιστατικά που συνθέτουν την καθημερινότητά τους, για να καταλήξουμε σ’ ένα φινάλε το οποίο ξεπερνά κάθε όριο βλακώδους αφέλειας, φτηνής συγκίνησης και απλοϊκότητας, με τη συμμετοχή ορδών από κατοίκους που… ήταν άφαντοι σε όλη την υπόλοιπη ταινία! Αν δεν εκραγείτε από θυμό ή από… τα γέλια στη σεκάνς της κορύφωσης, ετοιμάστε το βιογραφικό σας για μια ΜΚΟ με ανθρωπιστικό σκοπό και σκορπίστε τη θετική σας ενέργεια για την παγκόσμια ειρήνη (όπως μας δίδαξε και η Σάντρα Μπούλοκ, έτσι;)!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Καημενούλικες καταστάσεις «ανθρωπιάς», στο «προκάτ» στυλάκι του Κεν Λόουτς, με extra γεύση ευρωπαϊκής μεταναστευτικής κρίσης. Αναζητήστε το «Λιμάνι της Χάβρης» (2011) του Άκι Καουρισμάκι για περισσότερη ειλικρίνεια και ψυχή.
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr