Ο Πετρόφ περιπλανιέται στη γενέτειρά του, το Αικατερίνεμπουργκ. Η γρίπη από την οποία πάσχει, όμως, τον κάνει (μάλλον) να έχει παραισθήσεις. Του συμβαίνουν στ’ αλήθεια όλα αυτά ή τα φαντάζεται;
«Ο Πυρετός του Πετρόφ» είναι μια ταινία δρόμου… χωρίς δρόμο. Είναι ένα νυχτερινό σουρεαλιστικό όνειρο, που πλάθει έναν καφκικό εφιάλτη ακολουθώντας όχι τις αχανείς σοβιετικές λεωφόρους, αλλά στρίβοντας σε κάθε στενό και σε κάθε παράδρομο της διαδρομής, ελπίζοντας ν’ ανακαλύψει ένα νόημα. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός πως η ανακάλυψη του όποιου νοήματος δεν βαραίνει μόνο το κοινό, αλλά… και την ίδια την ταινία, αφού αφήνει τη βεβαιότητα πως πασχίζει εξαρχής να βρει τρόπο να λύσει τον δυστοπικό μετα-σοβιετικό γρίφο στον οποίο (για κάποιο λόγο) έχει μπλέξει. Υπάρχει μία πιθανότητα ο θεατής που θα τριπάρει παρέα με τον Πετρόφ να περάσει το καλύτερο «χάσιμο» της ζωής του, (ειδικά) παρέα με τους εξωγήινους που σε μια στιγμή απασχολούν φευγαλέα τα δρώμενα. Εγώ, πολύ γρήγορα παρέδωσα πνεύμα, ευχόμενος από ένα σημείο κι έπειτα ο βαρύς βήχας του Πετρόφ να του επιφέρει το μοιραίο, μπας και η πορεία των πραγμάτων επισπευσθεί! Και αυτό είναι το συναίσθημα που θαρρώ πως θα νιώσει η συντριπτική πλειονότητα όσων το τολμήσουν.
Το να περιγράψεις την υπόθεση του έργου με λόγια απλά (και προπαντός κατανοητά) αποτελεί άθλο. Ας πούμε, λοιπόν, ότι σε ένα Αικατερίνεμπουργκ βγαλμένο θαρρείς μέσα από κάποιον μετα-αποκαλυπτικό εφιάλτη, ο Πετρόφ, η εν διαστάσει σύζυγός του και το παιδί τους πάσχουν από γρίπη με συμπτώματα υψηλού πυρετού, τα οποία δεν αποκλείεται να σημαίνουν την απαρχή μιας γενικότερης επιδημίας. Ο πρώτος είναι καλλιτέχνης comics που, όμως, βιοπορίζεται ωσάν μηχανικός αυτοκινήτων, η δεύτερη βιβλιοθηκάριος που άμα λάχει δέρνει μ’ έναν υπερηρωικό αλά «Matrix» (1999) τρόπο, ενώ το καημένο το παιδάκι τους το μόνο που θέλει είναι να μη χάσει τη χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου του. Αν αυτά δεν μοιάζουν και τόσο παράξενα, τότε ας σημειωθεί πως ο κεντρικός ήρωας Πετρόφ, παρακινούμενος από τον καλό του φίλο Ιγκόρ, περιδιαβαίνει τους γεμάτους αλκοόλ νυχτερινούς δρόμους της πόλης βυθίζοντας σταδιακά τον εαυτό του σ’ ένα παραληρηματικό όνειρο, το οποίο αλλάζοντας συνεχώς οπτική γωνία μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε παραισθήσεις (ή ίσως και το αντίστροφο). Το παρόν (πραγματικό ή μη) μπλέκει με μνήμες του παρελθόντος χωρίς ουδείς να μπορεί να ορκιστεί αν οτιδήποτε απ’ τα όσα διαδραματίζονται είναι αληθινό ή όχι. Ούτε καν ο ίδιος ο Πετρόφ, καθώς ακόμα και η ύπαρξη του φίλου του, Ιγκόρ, κρίνεται ως άκρως… αμφισβητήσιμη.
Δεν ξέρω κατά πόσο ο σκηνοθέτης Κίριλ Σερεμπρένικοφ είδε κάτι από τον δικό του προσωπικό εφιάλτη στις σελίδες του βιβλίου «Petrovy v Grippe i Vokrug Nego» (2016) του συγγραφέα Αλεξέι Σαλίνικοφ κι αποφάσισε να το διασκευάσει φιλμικά (υπό αυτό το πρίσμα, το έργο βρίθει αυτοαναφορικότητας και… ασύνδετης, επεισοδιακού τύπου πλόκης). Ο Σερεμπρένικοφ ζούσε επί μια πενταετία ένα δράμα, αφού ως Διευθυντής της avant-garde θεατρικής στέγης της Μόσχας «Νικολάι Γκογκόλ», κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος (υπόθεση την οποία ο ίδιος απέδιδε στην φανερή εναντίωσή του στο καθεστώς Πούτιν). Έπειτα από συνεχείς αναβολές της δίκης του και πενταετή κράτηση σε κατ’ οίκον περιορισμό, οι εναντίον του κατηγορίες άρθηκαν πέρυσι (τον Μάρτιο του 2022), με τον ίδιο να σκηνοθετεί κατ’ αυτήν την περίοδο… τρία φιλμ εξ αποστάσεως! Τούτο αποτελεί το μεσαίο της τριάδας, το οποίο είχε συμμετάσχει στις Κάννες του 2021, με τον auteur εύλογα να μην μπορεί να παραστεί στην πρεμιέρα της ταινίας του (μια φεστιβαλική ιστορία που φέρνει σημαντικά σε… Τζαφάρ Παναχί), η οποία πάντως τιμήθηκε με το βραβείο φωτογραφίας.
Η συρραφή από σουρεαλιστικές βινιέτες που υποκαθιστούν την όποια αφήγηση, κρύβουν στο μεδούλι τους ένα κριτικό σχόλιο για τη μετα-σοβιετική πορεία της Ρωσίας, μαζί και μια λανθάνουσα νοσταλγία για το «αγνό» παρελθόν (τουλάχιστον σε σχέση με το μπασταρδεμένο, βίαιο και μισάνθρωπο σήμερα). Οι ασπρόμαυρες μνήμες των παιδικών χρόνων, από την άλλη, αποκαλύπτουν μια έντονη προσωπική αλληγορία, που… δεν μπορώ να πω τι ακριβώς κρύβουν από κάτω. Η σκηνοθετική virtuosité του Σερεμπρένικοφ δεν χωρά αμφιβολία (η σχεδόν εικοσάλεπτη σεκάνς που καταλήγει στο δωμάτιο του Ιγκόρ είναι πραγματικά εντυπωσιακή), εν τούτοις, θα ήταν απείρως προτιμότερο να περιόριζε την επίδειξη των τεχνικών του δυνατοτήτων και να παρουσίαζε ένα έργο που θ’ αφορούσε και κάποιους… θεατές, πέρα από τον ίδιο ή τις φεστιβαλικές επιτροπές. Το επαναλαμβανόμενο αστείο με την ληγμένη ασπιρίνη, η βόλτα με τη νεκροφόρα ή η κουλή φάση με το εκτελεστικό απόσπασμα θα λειτουργούσαν (ίσως) σαν ανεκδοτολογικά επεισόδια μιας φιλμικής ανθολογίας. Ως αυτούσια κινηματογραφική πρόταση, πάντως, δεν μπορούν να σταθούν, όση υπομονή και να διαθέτεις προσπαθώντας να γαντζωθείς από τη σκέψη «κάτσε να δούμε που το πάει». Δεν το πηγαίνει πουθενά. Και, επιπλέον, διαρκεί δυόμισι ώρες!
ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Έβαλε ψύχρα. Προσοχή, μην την αρπάξετε όπως ο Πετρόφ!
Νίκος Παλάτος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr