Μενού

Ανταπόκριση από το 26ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους (2-9/12/2023)

peloponisos

Ταινίες που ακονίζουν την κοινωνική συνείδηση των παιδιών

Η «ιερή τριάδα» του φεστιβάλ Ολυμπίας –ο καλλιτεχνικός διευθυντής Δημήτρης Σπύρου, ο Νίκος Θεοδοσίου, καλλιτεχνικός διευθυντής της Camera Zizanio και ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος, Πρόεδρος Δ.Ε. ΚΟΙΝΣΕΠ του Φεστιβάλ Ολυμπίας– κατάφερε να κάνει θεσμό επί 26 χρόνια στον Πύργο τη διοργάνωση ενός φεστιβάλ με δωρεάν παιδικές και νεανικές ταινίες, διαμορφώνοντας ένα κινηματογραφόφιλο κοινό επιπέδου. Με επιλεγμένες ταινίες, που ακονίζουν την κοινωνική συνείδηση, διευρύνονται οι ορίζοντες των μαθητών με εικόνες, ήθη και έθιμα απ’ όλο τον κόσμο, σε πείσμα της συστημικής καταναλωτικής προπαγάνδας στην τηλεόραση και στο διαδίκτυο. Παράλληλα, η συμμετοχή στις ομάδες των καθιερωμένων, κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, κινηματογραφικών εργαστηρίων, όπως το πολυεθνικό εργαστήριο «Mythos Project», προσφέρει στους μαθητές των γύρω περιοχών, αλλά και αυτών που συμμετέχουν από άλλες χώρες, τη δυνατότητα να σκηνοθετήσουν μικρού μήκους ταινίες που διαγωνίζονται στην 23η Camera Zizanio. Μεγάλη συμμετοχή μαθητών είχαν και οι ομάδες των ολιγόλεπτων ημερήσιων ντοκιμαντέρ, τα Daily News, που καταγράφουν με κέφι και χιούμορ στιγμιότυπα από τον αντίκτυπο του φεστιβάλ στην πόλη, και προβάλλονται καθημερινά στον Απόλλωνα, πριν τη βραδινή προβολή, σε αποθεωτική ατμόσφαιρα από τους μαζεμένους στον εξώστη μαθητές. Έτσι, τα παιδιά σκηνοθέτησαν φιλμάκια με βίντεο κλιπ για τους εορτάζοντες Νίκους του φεστιβάλ, ενώ για την επετειακή συγκυρία των 15 χρόνων, από τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου, το 2008, κόλλησαν χαρτάκια με συνθήματα, σε διάφορα σημεία της πόλης, με μουσική υπόκρουση του «Θα ’ταν δεν θα ’ταν 15» των Social Waste. Για την 50ή επέτειο από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το αδιαμφισβήτητα πολιτικοποιημένο φεστιβάλ Ολυμπίας διοργάνωσε σε σχολεία προβολές των ταινιών «Μαρτυρίες 1967-1974» (Νίκου Καβουκίδη/1975) και «Εδώ Πολυτεχνείο» (Δημήτρη Μακρή/1974), παράλληλα με έκθεση φωτογραφίας στην Αμαλιάδα του φωτορεπόρτερ Βασίλη Καραγεώργου, με θέμα «Κινηματογράφος και Ιστορία: 50 χρόνια από τον Νοέμβρη». Το βράδυ της Παρασκευής οργανώθηκε τιμητική εκδήλωση για τον Τάκη Παπαγιαννίδη, με ειδική προβολή της ταινίας του «Η ηλικία της θάλασσας» (1978).

Μέσα από ιστορίες με πρωταγωνιστές παιδιά, στις μυθοπλαστικές ταινίες μεγάλου μήκους του Διαγωνιστικού, θίγονται σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα φτώχειας και ρατσισμού, απέναντι στη διαφορετικότητα, με επίκεντρο την οικογένεια. Από τις 11 ταινίες απ’ όλο τον κόσμο, του Διαγωνιστικού, ξεχώρισε η ταινία «Μπαουρίνα Σαλού», του Ασχάτ Κουτσιντσιρέκοβ, από το Καζακστάν. Σύμφωνα με το παλιό νομαδικό έθιμο Μπαουρίνα Σαλού, τα πρωτότοκα παιδιά στο Καζακστάν αποκόβονται από την πραγματική τους οικογένεια, για να τα αναθρέψουν συγγενείς, μια ανοιχτή πληγή, που επιβιώνει ως σήμερα, την οποία βίωσε και ο ίδιος ο 41χρονος σκηνοθέτης, όπως αναγράφει στο τέλος.

Ο 12χρονος Γερσουλτάν, μεγάλωσε με την γιαγιά του, σύμφωνα με το παλιό αυτό έθιμο, βαθιά πληγωμένος από τη στέρηση των γονιών. Δουλεύει σκληρά σε αγροτικές εργασίες, για να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να πάει να τους βρει. Η φτωχή ηλικιωμένη γιαγιά πεθαίνει αναπάντεχα και ο Γερσουλτάν, παρά τη θλίψη του, βρίσκει ευκαιρία να πάει να αναζητήσει την οικογένειά του. Ωστόσο, απογοητεύεται από τη διαμονή του στα ψηλά βουνά, δίπλα στον αυστηρό πατέρα του που εκτρέφει άλογα. Τον περιμένουν και εκεί επίπονες εργασίες και νιώθει ξανά παραμελημένος, περισσότερο σαν ξένος παραγιός.

Το συναισθηματικό τραύμα του Γερσουλτάν γίνεται ορατό σε σειρά σκηνών μόχθου, με τη σκληρή για την ηλικία του καταπόνηση. Ωστόσο, η λαχτάρα της επιστροφής στην οικογένεια μεταφέρεται μέσα από τελετουργικές σκηνές, όπως η αναζήτηση κάθε βράδυ, πριν κοιμηθεί, της κρυμμένης πίσω από το υφαντό του τοίχου ασπρόμαυρης φωτογραφίας, με τους γονείς του και τον ίδιο μωρό. Αντίστοιχα, ο εύθραυστος ψυχισμός του ανήλικου πρωταγωνιστή αποτυπώνεται σε ό,τι κρύβει επιμελώς, όπως τα χρήματα που μαζεύει, τυλίγοντάς τα σε μαντήλι, μέσα σε μια τσάντα στη ντουλάπα, σε μια αλληλουχία διαδικαστικής διαδρομής, σαν σε αφήγηση παραμυθιού. Αξιοσημείωτη και η σπαρακτική σκηνή σε μονοπλάνο, που ο Γερσουλτάν βαδίζοντας μακριά, επιχειρεί μάταια να συγκρατήσει τα δάκρυά του, μαθαίνοντας το θάνατο της γιαγιάς.

Σπουδή στον νεορεαλισμό αποτελεί η ιρανική ταινία «Η μέρα του μήλου» του Μαχμούντ Γκαφαρί. Μια δασκάλα στρέφεται στη λύση της ανταλλακτικής οικονομίας και μοιράζει τα βιβλία με σημειώματα, προκειμένου να καταφέρουν οι φτωχοί γονείς να αγοράσουν σχολικά βιβλία στα παιδιά τους, παραγγέλνοντάς τους να φέρουν αγαθά που καθένας μπορεί, για να τα προσφέρει σε όλη την τάξη. Έτσι, το παιδί του γαλατά πρέπει να φέρει 30 γάλατα, όταν μάθουν το γράμμα «γ», το παιδί του φούρναρη 30 ψωμιά, ενώ ο μικρός Μεχντί, γιος πλανόδιου μανάβη, θα πρέπει να φέρει 30 μήλα. Ο Μεχντί, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του Σαϊντ, βοηθάνε στο άπλωμα των ρούχων της μητέρας, που είναι πλύστρα, ενώ ο Σαϊντ μεταφέρει το μεσημεριανό στον εργαζόμενο πατέρα στην άλλη άκρη της πόλης, Σε σκηνές που μαρτυρούν μια αγαπημένη οικογένεια, τα βράδια τρώνε όλοι μαζί. Όλα αλλάζουν, μόλις κάποιοι κλέψουν το γεμάτο μήλα φορτηγό του πατέρα. Με τη βοήθεια του αδερφού του, το αναζητά μάταια στους δρόμους της πόλης, ενώ άνεργος πιά, αναζητά άλλες βιοποριστικές λύσεις. Δεν είναι όμως μόνο ο πατέρας που βυθίζεται στην απόγνωση, αλλά και ο Σαϊντ, καθώς έχει πλέον αυτός επωμιστεί την υποχρέωση να μαζέψει τα 30 μήλα του Μεχντί. Με τη «μέρα των μήλων» να πλησιάζει, ο Σαϊντ σκαρφίζεται διάφορους τρόπους, προκειμένου να τα συγκεντρώσει.

Πλάνα με το ζευγάρι σε ένα λόφο να αγναντεύει τη μεγαλούπολη, ενώ ολόγυρα υψώνεται δάσος από τα τσιμεντένια μπλοκ των πολυκατοικιών, μαρτυρούν πως πρόκειται για τις νεόκτιστες εργατικές συνοικίες στις παρυφές της πόλης. Όσο η δράση της ταινίας διεξάγεται κυρίως σε δαιδαλώδη σοκάκια με σκάλες, τα μακρινά ευρύχωρα πλάνα με ειδυλλιακά πράσινα λιβάδια με πρόβατα στην εξοχή, που παρεμβάλλονται συνοδεία θλιμμένου πιάνου, αποτελούν εικόνες από τα όνειρα του πατέρα, που αναπολεί το χωριό του, απαλύνοντας το άγχος της βιοπάλης στην πόλη. Πρώην βοσκός, πούλησε τα πάντα για να βρει δουλειά στην πόλη και έγινε πλανόδιος μανάβης, πουλώντας μήλα με το φορτηγό, που δεν έχει ακόμα ξεπληρώσει. Ο καθημερινός κάματος μεταφέρεται στις σκηνές που η σύζυγος τού κάνει μαλάξεις, για να απαλύνει τους πόνους στην πλάτη. Σε αντίστοιχο τρυφερό στιγμιότυπο, ο προστατευτικός ρόλος του μεγαλύτερου Σαϊντ μεταφέρεται στο σταθερό πλάνο, όπου στην κορυφή μιας σκάλας βαστάει το χεράκι του Μεχντί, για να κατέβουν μαζί.

Σχολιάζοντας τις επιπτώσεις της απότομης αστυφιλίας, η ταινία αναδεικνύει τη φτώχεια που μαστίζει τη σύγχρονη ιρανική κοινωνία, όπως στη σκηνή όπου σε πρώτο πλάνο, οι γονείς μελετάνε τις προτεραιότητες για πληρωμή ενοικίου και χρεών, ενώ στο βάθος, τα δυο αγόρια παίζουν με ένα κοτοπουλάκι, με την παιδική τρυφερότητα να εξισορροπεί το βάρος των προβλημάτων. Η οικογενειακή αλληλεγγύη τονίζεται με τη βοήθεια που προσφέρουν όλοι στη μητέρα, για να μαζέψει τα ρούχα, μόλις πιάσει βροχή, ενώ όπως ο αδερφός του πατέρα συμπαραστέκεται, όταν τον κλέβουν, έτσι και ο Σαϊντ βοηθάει τον μικρότερο Μεχντί.

Έμπειρος σκηνοθέτης, ο Γκαφαρί, που έχει συνεργαστεί με ονομαστούς Ιρανούς σκηνοθέτες, όπως ο Μπαχμάν Γκομπαντί, καταφέρνει να εκφράσει την απελπισία που νιώθουν οι πρωταγωνιστές, όταν πιέζονται οικονομικά. Ξεκινώντας από ένα κεντρικό αντικείμενο, γύρω από το οποίο στρέφεται η χιτσκοκικής επιρροής πλοκή, κρατά την αγωνία στο έπακρο, ξεδιπλώνοντας την επίδραση της οικογενειακής φτώχειας στα παιδιά.

Σε μια αντίστοιχη με τις ταινίες του Κιαροστάμι προσέγγιση της εύθραυστης παιδικής ψυχής, ο Σαϊντ απεικονίζεται να τρέχει ανάμεσα στα σοκάκια, τόσο για να μεταφέρει φαγητό στον πεινασμένο εργαζόμενο πατέρα, όσο και στις σκηνές που ανεβοκατεβαίνει σκαλιά τρέχοντας, μέσα από κοφτά πλάνα, για να μεταφέρει τα ψώνια του μανάβη σε όσους περισσότερους πελάτες μπορεί, προσδοκώντας μεγαλύτερο χαρτζιλίκι, ώστε να μπορέσει να αγοράσει μήλα, με αποκορύφωμα αγωνίας, την εκπληκτική σκηνή καταδίωξης σε απότομες ανηφόρες.

Ξεκινώντας με μια προκαθορισμένη αποστολή, καταγράφονται σε αλυσιδωτή αντίδραση σειρά προβλημάτων που προκύπτουν, έπειτα από το καθοριστικό γεγονός της κλοπής, βασική αναφορά στον «Κλέφτη ποδηλάτων» (Βιττόριο ντε Σίκα/1948), σε μια ουσιαστική επαναφορά του νοήματος του ιταλικού νεορεαλισμού, ως πρωταρχικό εργαλείο κοινωνιολογικής ανάλυσης της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας.

Καλεσμένοι της διοργάνωσης, οι παραγωγοί της ταινίας συζήτησαν μετά την προβολή με το κοινό, δηλώνοντας πως βασική τους πρόθεση ήταν να δείξουν την πραγματικότητα στο Ιράν, τη φτώχεια που βιώνει μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, ενώ τονίζοντας τις γραφειοκρατικές δυσκολίες όσων αποφασίζουν να κάνουν κοινωνικές ή δραματικές ταινίες στο Ιράν, αναφέρθηκαν διακριτικά στη λογοκρισία και σχολίασαν τη νοσηρή νοοτροπία της δωροδοκίας, ως αποτέλεσμα ανέχειας.

Κλείνοντας, η αντιπολεμική ταινία του Διαγωνιστικού από τη Συρία «Νεζούχ, ο ξεριζωμός», της Σουντάντε Κααντάν, μεταφέρει με ζηλευτή ισορροπία την παράνοια του πολέμου, μέσα από ποιητικές εικόνες και κωμικές πινελιές, επιδιώκοντας να προβληματίσει τις μικρές ηλικίες για το τραύμα της προσφυγιάς, απομακρύνοντας κάθε οσμή θανάτου. Η 14χρονη Ζεϊνά επιβιώνει με την οικογένειά της, εν μέσω βομβαρδισμών, στην πολιορκημένη Δαμασκό, καθώς ο πατέρας της ανένδοτος, αρνείται να επιβιώσει ως ξεριζωμένος πρόσφυγας, εγκαταλείποντας το σπίτι και τη γη τους. Στα όρια σουρεαλιστικής πραγματικότητας, το μεγαλύτερο μέρος του διαμερίσματός τους καταστρέφεται από μια οβίδα, που άνοιξε μεγάλες τρύπες σε εξωτερικούς τοίχους και στο ταβάνι, με τον πατέρα να προσπαθεί μάταια να τις καλύψει με σεντόνια, προκειμένου να παραμείνουν εκεί. Μόνη διέξοδος της εγκλωβισμένης Ζεϊνά οι μικρές φαντασιώσεις της, με τα μπάζα που πετάει στο δρόμο να μεταμορφώνονται σε βότσαλα σε έναν θαλασσένιο ουρανό, ενώ φαντάζεται πως στο κατεστραμμένο πρεβάζι μεγαλώνει ένα νεοσσό. Μοναδική της παρέα είναι ο νεαρός γείτονας Αμίρ, με τον οποίο ονειρεύονται μαζί ότι φτάνουν στη θάλασσα, μέχρι να φύγει και αυτός με την οικογένεια του, στην τελευταία 24ωρη διορία εκεχειρίας. Έχοντας εξαντλήσει κάθε περιθώριο διαμονής εκεί, δίχως ρεύμα, τρόφιμα και νερό, η μητέρα της Ζεϊνά προσπαθεί να πείσει τον πατέρα να προλάβουν να διαφύγουν από τις υπόγειες σήραγγες. Μια νεανική περιπέτεια με σουρεαλιστικές κωμικές εκφάνσεις, γεμάτη πλάνα από ευρυγώνιο, για να αποτυπωθεί η έκταση της καταστροφής πανοραμικά, με φόντο τις ισοπεδωμένες από τους διαρκείς πολέμους πόλεις της Μέσης Ανατολής, ωστόσο γεμάτη ελπίδα για ένα ειρηνικότερο αύριο.

Ιφιγένεια Καλαντζή
Το κείμενο δημοσιοεύτηκε στην ιστοσελίδα edromos.gr

Smart Search Module