Τριαντάρης «entrepreneur» και… φαλιμέντο μετακομίζει από τη ζωάρα της Γλυφάδας στη μονοκατοικία τού μακαρίτη στρατιωτικού παππού του στου Παπάγου. Θα σμίξει με παιδικούς φίλους που είχε χάσει, θα αγωνιστεί να πουλήσει κάτι μηχανές espresso για τις οποίες έχει πάρει δικαιώματα αντιπροσώπου για την Ελλάδα και θ’ αρχίσει να σκαλίζει το παρελθόν τού παππού, το οποίο κρύβει ουκ ολίγα μυστικά, πολιτικά και μη.
Παλαιομοδίτικης αφήγησης τίμιο σινεμά, που κάπου θυμίζει με ωραίο τρόπο τον αποκαλούμενο «παλιό ελληνικό κινηματογράφο» και τις εμπορικές προοπτικές του, ο «Απόστρατος» του Ζαχαρία Μαυροειδή είναι μία λαϊκή επιτυχία (το εύχομαι από καρδιάς και στα ταμεία) που ενώνει διαφορετικές γενιές θεατών, μιλώντας για το χθες και το σήμερα με γλώσσα καλοδουλεμένη, ρεαλιστικά στρωτή, έτοιμη να σου επιτρέψει την ταύτιση μαζί της. Είναι καλό σινεμά, αλλά είναι και τόσο κοντά στη ζωή την ίδια. Σπάνιο «ζευγάρωμα» τούτο για ελληνική παραγωγή.
Λίγο πριν από την πρωτοχρονιά του 2012, ο Άρης, με κομμένα τα φτερά από την έλευση της μη κατονομαζόμενης ακόμη κρίσης, ανίκανος να στηρίξει οικονομικά το lifestyle τού εργένη και σίγουρα αρνητικός στην ιδέα να επιστρέψει στο πατρικό του, χρησιμοποιεί την «καβάτζα» της μονοκατοικίας τού μακαρίτη απόστρατου παππού του που ρημάζει στου Παπάγου. Πληγωμένος από πρόσφατο χωρισμό, με το άγχος μπας και πουλήσει καμία μηχανή του espresso που είχε τη φαεινή ιδέα να αντιπροσωπεύσει για χονδρική στην Ελλάδα, θα ανακαλύψει στην περιοχή παιδικούς φίλους και γνωστούς που είχε αφήσει για πάντα πίσω του και θα εφησυχάσει σε μία βαρετή καθημερινότητα, με όνειρα φυγής για το εξωτερικό (brain drain, hello?). Ώσπου να βρεθεί στον δρόμο του ο κύριος Βάσος, αδελφικός φίλος τού παππού Αριστείδη, ελαφρώς ανεπιθύμητος στη γειτονιά λόγω αντιστασιακού παρελθόντος και διαστήματος «διακοπών» σε νήσο… της εξορίας.
Το σενάριο του Μαυροειδή κινείται σχεδόν ισομερώς πάνω σε αυτά τα δύο μέτωπα, με το παρόν του Άρη να εγκλωβίζεται στην ένταξη αυτής της αδιέξοδης παρέας, που δεν ταυτίζεται με κανένα σχέδιο ή όραμα, δίπλα στα «μυστικά» από το παρελθόν του Αριστείδη, το οποίο κρύβει ίντριγκες πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Μοιραία, οι ιδεολογικές συγκρούσεις εισχωρούν έντονα στην ιστορία, θίγοντας το άσκοπο της όλης διαμάχης στο πέρασμα του χρόνου, με τον Μαυροειδή να εστιάζει στην ανθρωπιά των σχέσεων, στην πραγματική ουσία της ζωής, χωρίς να αποφεύγει να κρίνει με δηκτικό χιούμορ τον ιστορικό διχασμό άλλων δεκαετιών («Δεξιά και ενοχές πάνε πακέτο. Δεξιός χωρίς ενοχές είναι φασίστας», λέει ο πατέρας του Άρη σε μία σκηνή του έργου, με την ατάκα να καταγράφεται στις all-time classic του ελληνικού σινεμά, κάνοντας την αίθουσα του Ολύμπιον να σείεται από τα γέλια στην πρεμιέρα του φιλμ στο περσινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης).
Υπάρχουν χαμένες ευκαιρίες, βέβαια (αδικείται σε σεναριακό χρόνο η μάνα της Γιώτας Φέστα, που θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερο ρόλο, ώστε να δώσει επιπλέον βαρύτητα συναισθημάτων στο twist του φινάλε – όπως είναι τώρα, βγαίνει κάπως άδικα βεβιασμένο, έστω κι αν καταφέρνει να λειτουργήσει), ενώ η ανάπτυξη της υποπλοκής με τις μηχανές του καφέ και το δέσιμο της αγοροπαρέας κάνει κάπου κοιλιά (η «εξαφάνιση» του Άγγελου είναι αδικαιολόγητη), με το ενδιαφέρον του θεατή να στέκει εκκρεμές λίγο πριν από την κατακλείδα του τελευταίου μέρους του φιλμ. Το έργο, όμως, κλείνει με μία διάθεση ανθρώπινης ζεστασιάς που εγκαταλείπει σταδιακά τις πολιτικές κόντρες και επενδύει με ειλικρίνεια επάνω στις έννοιες της συγχώρεσης και της λύτρωσης. Ο Μιχάλης Σαράντης υποδύεται τον νεαρό ήρωα με μία κάπως… ναρκισσιστική άνεση (και γύμνια που δείχνει λίγο συντηρητική αν και παράδοξα επιδεικτική, με τα τόσο κολλητά μποξεράκια), η Φέστα και ο Θανάσης Παπαγεωργίου βγάζουν μία υπέροχη ωρίμανση με φυσικότητα, ενώ η εμφάνιση της Ξένιας Καλογεροπούλου γεμίζει την οθόνη τόσο απλόχερα με ψυχή και καρδιά. Από τους υπόλοιπους βασικούς συντελεστές, ο Αντώνης Δαγκλίδης αξίζει ξεχωριστή αναφορά για την αξιόλογη και λεπτομερέστατα προσεγμένη δουλειά του στα σκηνικά, με τους εσωτερικούς χώρους των σπιτιών του Αριστείδη και του κυρίου Βάσου να έχουν βαρύτητα πρωταγωνιστή στο έργο.
Ο «Απόστρατος» δεν ανήκει σε αυτό το «είδος» των ελληνικών ταινιών όπου ο σκηνοθέτης πλασάρεται ως μεγάλος «auteur» και μάγκας. Ευτυχώς, εδώ δεν υπάρχει κανένα «ψώνισμα» γύρω από το στυλ της κινηματογράφησης που λες και σου κάνει σεμινάριο σπουδαιότητας. Ο Μαυροειδής μοιάζει να είναι άνθρωπος που σέβεται την ιστορία που υπογράφει, την απλοϊκότητα (με την καλύτερη έννοια της λέξης) στην αφήγησή του και μία καθαρότητα που έρχεται σε άμεση επαφή με τον εσωτερικό κόσμο του θεατή. Τούτη η ταινία θα θυμίσει πράγματα που είχαμε ξεχάσει να ζητάμε από το ελληνικό σινεμά εδώ και κάμποσα χρόνια (αν όχι και δεκαετίες…). Γι’ αυτό και αξίζει να την αγκαλιάσουμε με θέρμη. Γιατί αξίζει ένα restart η δόλια η ντόπια παραγωγή. Θα το νιώσετε στο βούρκωμα του φινάλε, αλλά και στην αγαλλίαση που θα σας συνοδεύει καθώς θα βγαίνετε από την κινηματογραφική αίθουσα…
Ηλίας Φραγκούλης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα freecinema.gr