Σε ένα αρχοντικό στη Γαλλία του 19ου αιώνα, ο σπουδαίος σεφ Ντοντέν Μπουφάν (ένας αναμενόμενα σπουδαίος Μπενουά Μαζιμέλ που μαγειρεύει σα να κουβαλά την πείρα αλλά και όλη τη μελαγχολία του κόσμου) δουλεύει μαζί με τη μαγείρισσα Εζενί (Ζιλιέτ Μπινός, έξοχη) εδώ και χρόνια, τόσο πολύ που πλέον αληθινά πάθη έχουν αναπτυχθεί μεταξύ τους. Μια σχέση που ζυμώθηκε πάνω σε κουζινικά σκεύη και φλόγες, θα κορυφωθεί όταν ο Ντοντέν αποφασίσει να μαγειρέψει ο ίδιος στην Εζενί για να την πείσει για τα αισθήματά του απέναντί της.
Διασκευή, ή μάλλον περισσότερο κάτι σαν πρίκουελ της νουβέλας “La Vie et la passion de Dodin-Bouffant, gourmet”, το φιλμ του Τραν Αν Χουνγκ (“Το Άρωμα της Πράσινης Παπάγιας”) προσεγγίζει τη μαγειρική ως τέχνη αυτούσια, με μια ορμή και μια αισθητική απεικόνιση που κάνει το φιλμ αυτό να θυμίζει περισσότερο κάποια ανηλεή, εντυπωσιακή ταινία δράσης (ή και ταινία χορού, σαν το “Magic Mike XXL”) με διαρκή χορογραφημένα set pieces, παρά κάποιο άλλο δράμα κουζίνας.
Οι λάτρεις της μαγειρικής ή/και της λεπτομερούς απεικόνισης διαδικασιών στο σινεμά θα αγαπήσουν το φιλμ ήδη από το πρώτο του 20λεπτο και ένα μακροσκελές μαγείρεμα ενός εκλεπτυσμένου όσο και εντυπωσιακού μενού – όμως η ταινία δεν μένει σε αυτό το επίπεδο. Η κάμερα κινείται με μια ανάλαφρη μεθοδικότητα ανάμεσα σε σκεύη, πιάτα, χώρους και πρόσωπα, ακριβώς σα να επρόκειτο για αντικείμενο με το οποίο ο Τραν Αν Χουνγκ ανακατεύει ελαφρώς ώστε η γεύση να μοιραστεί σωστά σε όλο το πιάτο.
Οι δε χώροι, φροντισμένοι όσο και τα πιάτα: Νιώθεις πως από τους πάγκους έχουν περάσει και συρθεί εκατοντάδες σκεύη (με τη σειρά τους χρησιμοποιημένα, ταλαιπωρημένα αλλά στιβαρά), επάνω τους έχουν τεμαχιστεί αμέτρητα υλικά. Ο διευθυντής φωτογραφίας Τζονατάν Ρικεμπούρ (συνεργάτης του Άλμπερτ Σέρα στον “Θάνατο του Λουδοβίκου ΙΔ’ ”) αφήνει το φως να μπαίνει σε δέσμες μέσα από πόρτες και παράθυρα και να απλώνεται κι αυτό στους πάγκους και τα έπιπλα, σα να κοιτάμε πίνακα που αποτίει φόρο τιμής στο μεγαλείο της κουζίνας.
Η αισθητική προσέγγιση ζωγραφίζει εν τέλει τη μαγειρική διαδικασία με τον πιο καθηλωτικό και επιβλητικό τρόπο, μα την ίδια στιγμή χάρη σε ένα απρόσμενα δομημένο αισθηματικό στόρι αναδεικνύει κι άλλες κινηματογραφικές γεύσεις. Η ιδέα της μαγειρικής –και δηλαδή εν προκειμένω του πάθους γενικότερα– ως κάτι που ενοποιεί τις πτυχές μας εξερευνάται με γλυκό τρόπο με αποκορύφωμα την τελική στιχομυθία του φιλμ ανάμεσα στην Εζενί και τον Ντοντέν. Αλλά και η αίσθηση, η βεβαιότητα πως ό,τι δημιουργηθεί, ποτέ δεν χάνεται – πάντα θα αφήνει τη γεύση του.
Ταυτόχρονα, έχοντας παρακολουθήσει με τόση φροντίδα και λεπτομέρεια κάθε διαδικασία της μαγειρικής, αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον η αντίδραση διαφορετικών προσώπων απέναντι στο ίδιο το φαγητό – από το πώς μαγειρεύεται, μέσα σε ατμούς, με διαρκή κίνηση, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, μέχρι το πώς καταναλώνεται με ψύχραιμη, αναλυτική διάθεση. Αυτό που παρατηρούμε είναι μια αποθέωση εξίσου της διαδικασίας και του υλικού. Θα είχε ενδιαφέρον να διέθετε και μια περισσότερο κοινωνική ματιά το φιλμ ώστε να είναι πιο μεστή η γεύση του, και ενδεχομένως να υπάρχει ένα σημείο ελαφράς καμπής κάπου κοντά στα μισά.
Όμως εδώ τελικά εδώ έχουμε ένα θρίαμβο του υλικού. Ως περιεχόμενο, ως διαδικασία, ως πάθος, ως παρακαταθήκη και ως ανάμνηση την ίδια στιγμή. Τι άλλη γεύση να ζητήσει κανείς;
Θοδωρής Δημητρόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα news247.gr