Έρχονται οι κομμουνισταί και μας παίρνουν τα σπίτια στου Παπάγου!
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, μετά το ντεμπούτο του, τον «Ξεναγό», που γύρισε το 2011. Ενδιάμεσα σκηνοθέτησε κι ένα μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ, το «Στο σώμα της» (2018). Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία Απόστρατος την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου συμμετείχε στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα. Εκεί τιμήθηκε με τα βραβεία Κοινού και Νεότητας.
Η υπόθεση: Με την εταιρία εισαγωγών μηχανών εσπρέσο που διευθύνει σε αδιέξοδο και με την προσωπική του ζωή σε τέλμα μετά από έναν χωρισμό, ο 30χρονος Γλυφαδιώτης εργένης Άρης Νικολόπουλος «αποστρατεύεται» στο σπίτι του ένδοξου παππού Αριστείδη στον υποτονικό Παπάγου. Το στοκ των μηχανών εσπρέσο στοιβάζεται στο αραχνιασμένο γραφείο του απόστρατου αξιωματικού καθώς ο εγγονός ξανασμίγει με παιδικούς φίλους, κολλημένους εσαεί στο «στρατοκρατούμενο» προάστιο, αλλά και μ’ έναν πρώην φίλο του παππού του, τον Βάσσο, ο οποίος είναι - παραδόξως - κομμουνιστής. Αντιμέτωπος με ηρωικά φαντάσματα του παρελθόντος ο απολιτίκ εγγονός θα νιώσει την ανάγκη να φανεί αντάξιος του ονόματός του. Όμως, όσο πλησιάζει τον θρύλο του παππού Αριστείδη, τόσο αυτός αλλάζει όψη.
Η άποψή μας: Να λοιπόν ακόμα μία ελληνική ταινία, που μας κάνει να βλέπουμε το ποτήρι του εγχώριου σινεμά μισογεμάτο. Ο Μαυροειδής έχει βρει τον τρόπο να παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, καλογυρισμένες, που μπορούν να αφορούν τόσο τους νέους όσο και τους μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπους στη χώρα μας, οι οποίοι γουστάρουν να πηγαίνουν σινεμά και να βλέπουν αυτό που συμπυκνώνεται στη φράση «μια καλή ταινία». Γιατί ο «Απόστρατος» είναι μια καλή ταινία. Θα μπορούσε να είναι καλύτερη, δεν το συζητώ. Τουλάχιστον, όμως, κάνει καλά τα βασικά. Στην ταινία οι άνθρωποι μιλάνε... κανονικά! Ούτε ποιητικοίζουσες αερολογίες, ούτε λεκτικές πομφόλυγες, ούτε φιλόδοξοι βερμπαλισμοί, ούτε καρακίτς διάλογοι, ούτε «οι ειδήσεις στη νοηματική».
Ωραίος, σύγχρονος, γνήσιος λόγος, χωρίς να εκβιάζονται οι φράσεις, χωρίς να σου φαίνεται σε αυτά που λέγονται κάτι παράταιρο, παράξενο, ξένο. Οι ερμηνείες είναι επίσης... κανονικές! Ούτε κραυγές ούτε ψίθυροι. Ούτε αντικινηματογραφική θεατρικότητα ούτε τηλεοπτικές ευκολίες. Βλέπεις τους ανθρώπους στην ταινία και δεν νιώθεις ότι βλέπεις... εξωγήινους! Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, είναι οι γείτονές μας, είμαστε εμείς. Μεγάλο κατόρθωμα. Μεγάλη ερμηνευτική άνεση από όλους – ίσως μάλιστα πολύ μεγάλη, σε σημείο... ναρκισσισμού σε ότι αφορά τον πρωταγωνιστή Μιχάλη Σαράντη.
Σκηνοθετικά, ο Μαυροειδής δεν «καπελώνει» την ταινία. Προσπαθεί να μασκάρει – με επιτυχία – σκηνές στις οποίες, αν υπήρχαν περισσότερα χρήματα στο μπάτζετ του φιλμ, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά (χαρακτηριστική η σκηνή της Πρωτοχρονιάς, όπου οι ήρωες θαυμάζουν κάτι που εμείς δεν βλέπουμε). Με τη συνδρομή του μοντάζ η ταινία ρέει φυσικότατα και αρμονικά. Και πάμε στην ουσία. Είναι πολύ ενδιαφέρον ο διάλογος που ανοίγει η ταινία ανάμεσα στο πολιτικά ταραγμένο παρελθόν και το no politica παρόν. Η πρόσφατη οικονομική κρίση – που καλά κρατεί και κατά πως φαίνεται θα κρατήσει για πολλά ακόμα χρόνια – οδηγεί σε αδιέξοδα μια ελληνική κοινωνία, που πάντοτε – ιστορικά – έπεφτε σε αδιέξοδα.
Εδώ, το τραύμα του Εμφυλίου, πηγή έμπνευσης για πάμπολλες ελληνικές ταινίες, λειτουργεί σε αντίστιξη με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα... with a twist. Δεν μπαίνουμε σε λεπτομέρειες γιατί η ταινία κρύβει ένα μυστικό, η αποκάλυψη του οποίου σαφώς και θα μειώσει την απόλαυση παρακολούθησης του φιλμ, οπότε... εχεμύθεια. Πάντως, σαφώς, ο ήρωάς μας που μπαίνει στην ταινία ως Α, βγαίνει από αυτήν ως Β. Αλλάζει μέσα στο διάβα της, ωριμάζει, καταλαβαίνει, νιώθει. Δεν είναι αψεγάδιαστος (ευτυχώς) δεν αποτελεί role model (ακόμα πιο ευτυχώς) κάνει μαλακίες, προσπαθεί να κρύψει την αποτυχία του, ντρέπεται γι' αυτήν, ντρέπεται που δεν πουλάει τις κωλομηχανές, ντρέπεται που αναγκάζεται να πάει να μείνει στο σπίτι του παππού, ντρέπεται που έχει ανάγκη (και χρησιμοθηρική) τους φίλους του, ντρέπεται που τρώει άκυρο από κοπέλες που φλερτάρει.
Απέναντι στον παππού του νιώθει αρχικά αδιάφορος. Μετά, περήφανος. Μετά... ντρέπεται και για αυτό που θα ανακαλύψει; Χμ, σίγουρα όχι. Καταλαβαίνει. Συνειδητοποιεί. Αντιλαμβάνεται. Κι εκεί αρχίζει η ωρίμανσή του. Τα 'παμε: ενδιαφέρουσα ταινία, σίγουρα με θετικό πρόσημο μπροστά της. Με κάπως αντικλιματικό φινάλε, παρά την ανατροπή. Με κάποια από τα subplot να μην έχουν τον απαραίτητο αντίκτυπο ή ενδιαφέρον που έδειχναν πως θα είχαν. Αλλά με χιούμορ, με ρυθμό, με θετική ενέργεια.
Σαφώς και ταινία που αξίζει κάποιος να δει. Και δεν θα το μετανιώσει. Κλείνοντας, θα ήθελα να κάνω μια σύγκριση με την ταινία «Η ανάκριση» του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, η οποία επίσης προβλήθηκε στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και η οποία – κατά βάθος – με το ίδιο θέμα ασχολείται: απλά τη θέση του Εμφυλίου έχει πάρει η Χούντα. Η ταινία του Πορτοκαλάκη είναι πιο άτεχνη, πιο προβληματική κατασκευαστικά, περισσότερο άνιση. Μιλώντας όμως με όρους αντίκτυπου, ε, σου γαμεί τα σωθικά. Έχει στιγμές που σε τσακίζει. Κι έχει ένα από τα πιο δυνατά συναισθηματικά φινάλε που είδαμε τελευταία σε ελληνική ταινία. Όμως, την ταινία του Πορτοκαλάκη, αν βγει ποτέ στις αίθουσες, θα τη δουν λίγοι. Η ταινία του Μαυροειδή είναι για να τη δουν πολλοί. Και είθε να τη δουν πολλοί.
Θόδωρος Γιαχουστίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα moviesltd.gr