Στη δεύτερη ταινία της, «Ο μικρός αδερφός», που αρχίζει να προβάλλεται στις αίθουσες αυτή τη βδομάδα, η Γαλλίδα σκηνοθέτρια Λεονόρ Σεράιγ παρακολουθεί την Ζαν, μια μαύρη γυναίκα, που, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, εγκαταλείπει την Ακτή του Ελεφαντοστού και φτάνει με τους δυο νεαρούς γιους της στο Παρίσι της δεκαετίας του ‘80. Μια δοσμένη με ευαισθησία και δύναμη διαδρομή 20 χρόνων, που καταγράφει την πορεία και τη διάλυση μιας οικογένειας μεταναστών, όπως τη θυμούνται διαδοχικά η μητέρα και τα δυο παιδιά της. Συναντήσαμε την 36χρονη σκηνοθέτρια στο περσινό φεστιβάλ των Καννών, όπου προβλήθηκε η ταινία της, και μιλήσαμε μαζί της για το μεταναστευτικό και τα άλλα θέματα καθώς και τους χαρακτήρες της ταινίας.
Για σας τι εκπροσωπεί η Ζαν, τι είναι εκείνο που βασικά ψάχνει στη Γαλλία ;
Προσπαθεί, ψάχνει, όπως γνωρίζετε, μερικές φορές δεν ξέρουμε τι αναζητούμε, υπάρχουν στιγμές που αναζητούμε κάτι και άλλες που αναζητούμε κάτι το διαφορετικό, όταν η Ζαν φτάνει στα προάστια του Παρισιού και ύστερα στο Αμπιτζάν, ίσως χρειάζεται κάποια ησυχία κάποια ανάπαυση αλλά πιστεύω πως ήταν καλό για το χαρακτήρα να κρατήσω κάποιο μυστήριο, για να μην είναι ξεκάθαρη, όπως και στη ζωή, συχνά δεν καταλαβαίνεις γιατί κάποιος επιλέγει κάτι ή κάτι το διαφορετικό κι επίσης, ας μη ξεχνάμε πως είναι 25 χρόνων και ίσως να της στέρησαν πολλά πράγματα που έπρεπε να είχε γνωρίσει, ακόμη και τον έρωτα που χρειαζόταν όταν ήταν 15 χρόνων.
Γιατί δώσατε βάρος στο μεγαλύτερο αδερφό και όχι τόσο στη γυναίκα;
Δίσταζα στην αρχή, διερωτόμουν αν αυτή ήταν μια καλή ιδέα, ρωτούσα τον σύντροφο μου και με ρώτησε, τι εννοείς; ως γυναίκα δεν μπορείς να γυρίσεις μια ταινία για έναν άντρα ή για μια κουλτούρα που ίσως δεν γνωρίζεις καλά και, αν πράγματι αισθάνεσαι έτσι, αυτό σημαίνει πως στην πραγματικότητα δεν κατάλαβες καλά τη δουλειά σου που σημαίνει να έχεις μια άποψη σε οποιοδήποτε θέμα. Στη διάρκεια του lock down του κορονοϊού σκέφτηκα πολύ και αισθάνθηκα πως οι άνθρωποι είχαν επιστρέψει στην κουλτούρα, στα βιβλία και άλλα είδη τέχνης, για να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα που είχε γίνει πολύ δύσκολη. Γενικά, νομίζω πως αυτή τη στιγμή η τέχνη είναι το μόνο πράγμα που μας απέμεινε, οτιδήποτε από αυτήν, ταινίες, βιβλία, ζωγραφική, όλα, και πιστεύω πως όλα αυτά είναι πράγματι κάτι το ιερό και όταν έρχομαι σε επαφή με ένα έργο τέχνης, οποιοδήποτε, ελπίζω πως σ’ αυτό θ’ ανακαλύψω μια άποψη, κάτι που θα είναι ελεύθερο και ειλικρινές. Πίστεψα πολύ πως αυτή ήταν μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί και το θέμα του χρώματος δεν ήταν για μένα το πιο ουσιαστικό στην ταινία, ήταν περισσότερο για μια ταινία γύρω από το θέμα της ταυτότητας, ο μεγαλύτερος αδερφός είναι μαύρος, περιτριγυρίζεται από λευκούς ανθρώπους, αυτό του το υπενθυμίζουν όλα, από τους αστυνομικούς, αν θέλει να νοικιάσει ένα διαμέρισμα και μερικές φορές οι άνθρωποι ξαφνιάζονται από τη δουλειά που κάνει, είναι δάσκαλος, δεν γεννήθηκε στη Γαλλία αλλά γνωρίζει τη Γαλλία περισσότερο από όσο τη γνωρίζω εγώ, και για μένα, να φτιάξω αυτή την ταινία ήταν ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρω, πίστευα πολύ θερμά πως αυτή ήταν μια ιστορία που άξιζε να την αφηγηθώ.
Ο ρατσισμός φαίνεται πολύ καθαρά από τη στάση της αστυνομίας, αν και στην ταινία αυτός είναι πολύ λανθάνων…
Αυτή η σκηνή ήταν σημαντική. Έζησα παρόμοιες σκηνές με τον σύντροφο μου, αυτή ήταν μια σχετικά ελαφρή σκηνή επειδή δεν υπάρχει βία, δεν ήθελα να δείξω πως αυτό υπάρχει περισσότερο στην Ευρώπη και τη Γαλλία, αλλά όταν συμβαίνει είναι κάτι που πολύ δύσκολα το καταλαβαίνω. Σε μια στιγμή που τα ντοκουμέντα σου ελέγχονται, τη στιγμή που ο ανθρωπος απέναντι σου υποψιάζεται ή δείχνει να πιστεύει πως τα πράγματα μπορεί να πάνε στραβά, ήθελα η σκηνή αυτή να είναι πολύ καλή, αλλά όχι και να επισκιάσει όλες τις άλλες. Η Ρόουζ το αντιμετωπίζει μια φορά, ίσως να το αντιμετωπίσει και άλλες, αλλά δεν είναι το μόνο. Όπως και στην πρώτη μου ταινία, η έκτρωση βρισκόταν εκεί αλλά δεν αφορούσε ολόκληρη τη ζωή του χαρακτήρα. Όπως η σκηνή στο κάστρο, που είναι θα έλεγα ειρωνική, αυτό το μαύρο κορμί στο κρεβάτι του αφεντικού, μας λέει πολλά για το ρατσισμό, έστω κι αν αυτό δίνεται έμμεσα. Αυτό συνδυάζεται με τη σκηνή όπου ο Σον μπαίνει στο σπίτι, στο μεγαλοαστικό σπίτι της φιλενάδας του, βλέπει το χέρι ενός ζώου και αισθάνεται πως ο ίδιος υποβιβάζεται στη θέση ενός ζώου και αναζητά την ελευθερία του. Αυτά όλα ήταν παρόντα στο πρώτο στάδιο του σεναρίου και του γυρίσματος της ταινίας, στο μοντάζ, στο post production αλλά ουσιαστικά είναι μια ταινία για ένα πρόσωπο όχι ειδικά για ένα θέμα. Η ταινία μιλάει για τη μετανάστευση αλλά μιλάει επίσης για τη δύναμη που χρειάζεται να εγκαταλείψεις την πατρίδα σου. Ήθελα περισσότερο να τονίσω την τύχη των χαρακτήρων από του να τονίσω τις δυσκολίες τους, είναι πολύπλοκοι χαρακτήρες. Όταν γράφεις ένα σενάριο σκέφτεσαι τι θα ακολουθήσει μετά, ελπίζεις πως δεν θα σε κατηγορήσουν πως είσαι γυναίκα που φτιάχνεις μια ταινία για έναν άντρα, ή ότι είσαι ένα λευκό άτομο που γυρίζει ταινία για ένα μαύρο.
Η Ρόουζ έχει τις δικές της απόψεις της για τα παιδιά της, πώς να ζήσουν τη ζωή τους. Πώς αισθάνεστε εσείς ως μητέρα;
Το να θέλεις το καλύτερο για τα παιδιά σου είναι κάτι το φυσιολογικό. Υπάρχει στα γαλλικά το ρητό, «το καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού». Η Ροουζ είναι πολύ καταπιεστική, θέλει να τιμήσει το παιδί που δεν έρχεται και γενικά τα παιδιά της. Αλλά αν δώσεις στα παιδιά σου δύναμη αυτό μπορεί να συνδυαστεί με το βάρος αυτό που κουβαλάνε. Εγώ ήμουν τυχερή γιατί είχα γονείς που με άφηναν ελεύθερη, αλλά μερικές φορές θα ήθελα γονείς που να με συμβούλευαν κάπως, ή να με έσπρωχναν περισσότερο. Ως μητέρα η ίδια προσπαθώ να βρω τι είναι καλύτερο για τα παιδιά μου, αλλά επίσης προσπαθώ να τους αφήσω χώρο να ανακαλύψουν τι είναι καλό για αυτά και πιστεύω πως η Ζαν δεν είχε ποτέ αυτό το χρόνο, αλλά τους αφήνει χρόνο να ανακαλύψουν τι είναι καλό γι’ αυτά. Ο γιος έχει την ευκαιρία να βοηθήσει τη μητέρα του, να τιμήσει αυτούς που δεν μπόρεσαν να έρθουν στη Γαλλία και να αντιληφθεί την τύχη που είχε αυτός. Θέλει ο μικρότερος αδερφός του να αισθάνεται περήφανος γι’ αυτόν. Το πώς προχωρείς στη ζωή σου είναι δύσκολο, αν αξίζεις αυτά που έκανες, τι μπορείς να πετύχεις. Αλλά πολλές φορές είναι δύσκολο να πετύχεις. Πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο σ’ αυτό: από πού έρχεσαι, τα πράγματα που πέρασες, οι άνθρωποι που γνώρισες, συχνά το να γνωρίσεις ένα και μόνο άνθρωπο μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου. Είμαι εδώ για να προστατέψω όσο μπορώ τα παιδιά μου, να καταλάβουν το άγχος μου, την επιθυμία μου για το πώς θα πετύχουν.
Θελήσατε να εστιάσετε το ενδιαφέρον στον μικρό αδελφό; Επειδή ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε αυτόν. Αν και χωρίζετε την ταινία σε τρία μέρη. Γιατί για μένα τελικά κυριαρχουσε η γυναίκα…
Είναι ο μικρότερος και είναι εκείνος που θα βρει μια νόμιμη θέση γιατί η Ρόουζ του είχε πει, «πρέπει να επιστρέψεις μαζί μου στην πατρίδα μας» κι εκείνος αρνείται, έχει πολλά πράγματα να δει και να κάνει στη Γαλλία αν και αυτή δεν είναι η πατρίδα του. Ο μικρότερος αδερφός ήταν πάντα εκεί, και στα τρία μέρη της ταινίας, και είναι η ματιά του πάνω στη Ρόουζ και τον αδερφό του που βλέπουμε, αν και δεν είναι πολύ παρών, βρίσκεται εκεί, ακούμε διαρκώς τη φωνή του. Αρκετά πρόσφατα διάβαζα ένα κομμάτι από την «Αισθηματική αγωγή» του Φλομπέρ και έχει ένα άλλο τίτλο που λέει, «Πορτρέτο ενός άντρα της γενιάς μας» και πιστεύω πως αυτό είναι που συνέβηκε, ο αδερφός έχει μια παρακαταθήκη και από εκεί ξανοίγουμε στο μέλλον, κοιτάζουμε το μέλλον μαζί του.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr