Με την ταινία του «Μια κρυφή ζωή», ο Τέρενς Μάλικ (βραβευμένος το 2011 με το Χρυσό Φοίνικα για το «Δέντρο της ζωής») συνδυάζει την ομορφιά της φύσης που συναντήσαμε στις πρώτες ταινίες του («Badlands» και «Μέρες ευτυχίας»), με τα μεγάλα κοινωνικά/πολιτικά θέματα που συναντήσαμε σε κατοπινές ταινίες του (ιδιαίτερα στη «Λεπτή κόκκινη γραμμή») για να μας μιλήσει για βασικά ηθικά, πνευματικά και πολιτικά θέματα που δεν έπαψαν να απασχολούν τις κοινωνίες μας. Θέματα που αναπτύσσει μέσα από μια αληθινή ιστορία, εκείνη του Αυστριακού Φραντζ Γιάγκερστάτερ (ένας εξαίρετος Αουγκούστ Ντίελ, που ερμήνευε τον αξιωματικό των Ες-Ες στην ταινία του Ταραντίνο «Inglorious Basterds»), ενός πιστού Καθολικού, αντιρρησία συνείδησης, που, στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου, επειδή αρνήθηκε να δηλώσει υποταγή στον Χίτλερ και να υπηρετήσει στο στρατό του Γ΄ Ράιχ, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
Η ταινία αρχίζει με ένα πρόλογο, με επίκαιρα από την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, πριν μας μεταφέρει, στα 1939, σ’ ένα ορεινό ειδυλλιακό χωριό της Αυστρίας, όπου ο αγρότης Φραντζ και η γυναίκα του, Φάνη, περνούν, μαζί με τις τρεις μικρές ξανθές κόρες τους, ειδυλλιακές μέρες (παρόμοιες με εκείνες στις «Μέρες ευτυχίας»), ώσπου, μεταφερόμαστε, ξαφνικά, στα 1940, όταν ο Φραντζ καλείται να υπηρετήσει στη Στρατιωτική Βάση. Εκεί, ενώ οι άλλοι συνάδελφοί του αρχίζουν να υποτάσσονται στις χιτλερικές απαιτήσεις (η παράδοση της Αυστρίας στον Χίτλερ περνάει έμμεσα), ο Φραντζ αρνείται ακόμη και να χαιρετήσει χιτλερικά τους ανωτέρους του.
Η επιστροφή του στο χωριό και η άρνησή του, αρχικά, να καταταγεί στο γερμανικό στρατό, αντιμετωπίζεται εχθρικά από τους συμπολίτες του που είτε τον αποφεύγουν, είτε προσπαθούν, όπως ο ρατσιστής δήμαρχος του χωριού, να τον μεταπείσουν. «Τι συμβαίνει στη χώρα μας; Με τόσες άλλες φυλές, με τους μετανάστες;», τον ρωτάει, όπως ρωτάνε σήμερα τους Αυστριακούς οι ηγέτες της ακροδεξιάς κυβέρνησης; Δεν είναι τυχαίο, που ο Μάλικ επέλεξε σήμερα αυτή την ιστορία, σε μια περίοδο που τόσο η Αυστρία όσο και η Πολωνία, μαζί με άλλα ακροδεξιά κόμματα που εκμεταλλεύονται τη φτώχια, τους μετανάστες και τη λιτότητα, για να επιβάλουν τα δικά τους νεοφασιστικά σχέδια.
Ο Χριστιανός όμως Φραντζ, πιστός στη θρησκεία του (όχι όμως στην εκκλησία, όπως ανακαλύπτουμε πολύ σύντομα), που πιστεύει στην ειρήνη και είναι ενάντια σε κάθε πόλεμο, στρέφεται αρχικά στον ιερέα του χωριού και στη συνέχεια στον Επίσκοπο της περιοχής του, που αρνούνται να τον υποστηρίξουν. «Η θυσία σου δεν θα έχει όφελος για κανένα», θα του πει ο ένας, ενώ ο ανώτερος του, θα αποφύγει την όποια συμβουλή, με τον Φραντζ να του απαντάει, «ο θεός μας έδωσε την ελεύθερη βούληση, γι’ αυτό και είμαστε υπεύθυνοι για όσα κάνουμε και όσα δεν κάνουμε».
Αργότερα, ο Φραντζ θα κληθεί να υπηρετήσει στο στρατό, η άρνησή του όμως να πολεμήσει θα τον οδηγήσει το 1943 σε φυλακή στο Βερολίνο, όπου, με διάφορους τρόπους, οι εκπρόσωποι των Ες-Ες και αργότερα ο δικηγόρος του (όταν καταδικαστεί σε θάνατο και του προτείνεται να υπογράψει ένα κείμενο μετάνοιας), προσπαθούν να τον μεταπείσουν. Παράλληλα με τις σκηνές του βασανισμένου αλλά αποφασισμένου να αντισταθεί με το δικό του τρόπο, Φραντζ στη φυλακή, η ζωή στο χωριό συνεχίζεται αν και όχι με την ίδια ειδυλλιακή εικόνα των πρώτων σκηνών. Οι κάτοικοι αντιμετωπίζουν εχθρικά τη Φάνη και τα παιδιά της (στη διάρκεια του θερισμού τις βρίζουν, ξένα παιδιά τους ρίχνουν λάσπες στα πρόσωπα των τριών κοριτσιών, ενώ μια γυναίκα φτύνει τη Φάνη), αν και, υπάρχουν και στιγμές που κάποια άλλα άτομα δείχνουν να τις συμπαθούν (μια γυναίκα τη βοηθάει να μαζέψει τα πράγματά της που άλλοι της είχαν ρίξει στο έδαφος, ενώ η ίδια η Φάνη βοηθά μια, εγκαταλειμμένη από τους άλλους, μοναχική γυναίκα).
Ο Μάλικ, με το εκπληκτικό όπως πάντα, εικαστικά λαμπρό, στιλ του, με την αγάπη του για τη φύση (τα δέντρα, τον άνεμο, τα ποτάμια, τα ζώα, τη γη) που δυστυχώς δεν πάψαμε να καταστρέφουμε (φύση που τόσο είχε εξάρει σε ταινίες όπως «Το δέντρο της ζωής» και «Μέχρι το θαύμα»), με λυρισμό και ποίηση, με ωραία χρήση της μουσικής, ιδιαίτερα της κλασικής (μαζί και του Μπαχ), καθώς και με τα θέματα που θέτει, με τρόπο πάντα διαλεκτικό, όπως στις συζητήσεις με τους δυο εκπροσώπους της εκκλησίας όσο και με εκείνη με τον δικαστή (ο Μπρούνο Γκανζ εξαίρετος σ’ ένα μικρό αλλά σημαντικό ρόλο) καθώς και με τις παράλληλες σκηνές που μοντάρει με ακρίβεια ελεγχόμενη ισορροπία, όπου μπροστά στην ομορφιά και το μεγαλείο της φύσης (με τα ωραία χρώματα της φωτογραφίας του Γιόργκ Βίντμερ) αντιπαραθέτει την ωμότητα και τη βία μιας αρρωστημένης κοινωνίας, καταφέρνει, παρά τις τρεις ώρες που διαρκεί η ταινία, να κρατήσει το ενδιαφέρον σου από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό.
Κι αν ο Φραντζ πιστεύει πως ο θεός είναι εκείνος που τελικά θα τον δικαιώσει, ο Μάλικ αφήνει πολύ πιο ανοικτό το φινάλε του, όταν, με την επιστροφή στους αγρούς, ακούμε τη γυναίκα του, που συνεχίζει να τους καλλιεργεί, να μας λέει πως η θυσία του Φραντζ δεν πήγε χαμένη γιατί η παρουσία του εξακολουθεί να υπάρχει ακριβώς σ’ αυτούς τους αγρούς, στη γη που αγάπησε και που υπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε.
Νίνος Φένεκ Μικελίδης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enetpress.gr