Από μια ταινία που λέγεται «Γάμος αλά ελληνικά 3», περιμένεις, βέβαια, να έχει όλες τις προδιαγραφές μιας «εύκολης» τουριστικής ταινίας που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί (και καλά κάνει) την φήμη του πρώτου «Γάμου αλά ελληνικά», ένα πραγματικό φαινόμενο στην εποχή του (2002). Αυτό που δεν περιμένεις όμως, είναι να μην έχει απολύτως τίποτ’ άλλο. Κάθε τι σε αυτήν την ταινία, που έγραψε και σκηνοθέτησε η Νία Βαρντάλος κρατώντας και πάλι τον ρόλο της Τούλα που πριν από μια εικοσαετία την έκανε διάσημη, είναι τόσο θλιβερά παρωχημένο που κυριολεκτικά τα χάνεις.
Παριστάνοντας διαρκώς την μεγαλοκοπέλα, η Τούλα αναζητεί εδώ τις ρίζες του μακαρίτη του μπαμπά της σε κάποιο ελληνικό νησί, έχοντας μαζί της όλη σχεδόν την φαμίλια από το Σικάγο. Πέρα από την υποκριτική αδυναμία της Βαρντάλος – αρκεί να την δεις να «υποδύεται» την μεθυσμένη – το σενάριο είναι τόσο κακά σχηματικό που σχεδόν σου προκαλεί θλίψη. Χωριάτες πάνω σε γαϊδούρια που βγάζουν I pad από την κωλότσεπη, το «θαύμα» της ελληνικής κουζίνας μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, το μπουζούκι στη διαπασών, οι Ελληνες εξ’ Αμερικής να κάνουν μπάχαλο την πτήση Σικάγο- Αθήνα και κάπου ανάμεσα σε αυτό το πανηγύρι κακόγουστων «επεισοδίων», ένας υπέρβαρος Αλέξης Γεωργούλης με ύφος βαρύ κι ασήκωτο λόγω του μουστακιού του να αποτελεί την έκπληξη της (ας την πούμε) ιστορίας.
Προσωπικά δεν γέλασα ούτε μια φορά και θύμωσα μπόλικες, κυρίως από αυτήν την εντελώς passe αντίληψη που σήμερα, εν έτη 2023 κάποιοι Ελληνες του εξωτερικού έχουν για την Ελλάδα. Λες και τα πάντα έχουν παραμείνει κολλημένα στην δεκαετία του 1950. Γιατί η «Επιχείρηση Απόλλων» του Γιώργου Σκαλενάκη, ταινία του 1968, έχει μεγαλύτερη φαντασία και πρωτοτυπία από αυτόν εδώ τον αχταρμά πρόχειρων γραφικοτήτων.
Γιάννης Ζουμπουλάκης
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα tovima.gr